Βρεφική Ηλικία. Βελτιστοποίηση της Παροχής Θρεπτικών Ουσιών.

Βρεφική Ηλικία. Βελτιστοποίηση της Παροχής Θρεπτικών Ουσιών.

Το πρώτο έτος της ζωής έχει τελειώσει - οι γονείς έχουν πάρει σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τη διατροφή του μωρού τους, αλλά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν νέες αποφάσεις σχετικά με τη διατροφή του μικρού παιδιού. Κατά το πρώτο έτος της ζωής, το βρέφος έχει περάσει από μια δίαιτα που αποτελείται αποκλειστικά από το γάλα σε μια μικτή δίαιτα στην οποία το γάλα συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.
Το γάλα θα πρέπει να παραμείνει ένα συστατικό της καθημερινής διατροφής, ακόμη και μετά τη βρεφική ηλικία. Γιατί γίνεται αυτό; Το γάλα παρέχει σημαντικά θρεπτικά συστατικά, μια επαρκή προσφορά που δύσκολα μπορεί να παρέχεται με άλλα τρόφιμα. Είναι όμως η σύνθεση του αγελαδινού γάλακτος πραγματικά η καλύτερη δυνατή πηγή θρεπτικών συστατικών για τα μικρά παιδιά; Πού βρίσκεται η διατροφή των μικρών παιδιών μας σήμερα; Τι ελλείμματα υπάρχουν και ποιες είναι οι πιθανές λύσεις;


Η διατροφή των μικρών παιδιών - μια πρόκληση για τους γονείς
Οι βάσεις για έναν υγιεινό τρόπο ζωής αργότερα στη ζωή τίθενται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Αυτό φέρνει αντιμέτωπους τους γονείς με την πρόκληση του να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ της διατροφής υψηλής θρεπτικής αξίας, την υγιή ανάπτυξη και ελκυστική τροφή για το παιδί τους. Και ότι αυτή η ισορροπία παρουσιάζει πραγματικά μια πρόκληση για τους γονείς και το παιδί φαίνεται από την έκθεση του Nutrition Report, που δημοσιεύθηκε το 2008 από τη Γερμανική Εταιρεία Διατροφής.


Κατανάλωτική μελέτη υποδεικνύει κρίσιμα θρεπτικά συστατικά
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η επιλογή των τροφίμων και κατά συνέπεια η παροχή θρεπτικών ουσιών είναι κατώτερη του βέλτιστου [DGE: Ernährungsbericht 2008. Βόννη]. Η έκθεση διατροφής βασίζεται σε δεδομένα από την «Μελέτη κατανάλωσης για επαλύθευση της πρόσληψης τροφής των βρεφών και των νηπίων (VELS)», στην οποία ερευνήθηκαν περισσότερα από 700 παιδιά ηλικίας από 6 μηνών μέχρι κάτω των 5 ετών. Η μέση προμήθεια πρωτεΐνης ήταν 2 έως 3 φορές μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη δοσολογία (Σχήμα 1). Η παροχή των κορεσμένων λιπαρών οξέων ήταν επίσης πολύ υψηλή περίπου στο 55% της συνολικής περιεκτικότητας σε λίπος. Από την άλλη πλευρά, τα μικρά παιδιά έλαβαν κατά μέσο όρο σε σημαντικό βαθμό υπερβολικά χαμηλή ποσότητα πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Επιπλέον, τα επίπεδα για τις βιταμίνες C, D, E, φυλλικό οξύ, καθώς για το ασβέστιο και το σίδηρο ήταν σαφώς χαμηλότερα από τις συνιστώμενες δοσολογίες. Ωστόσο, η μη βέλτιστη παροχή θρεπτικών συστατικών δεν είναι το μόνο πρόβλημα.


Παιδιά 3 ως 6 ετών ήδη παχύσαρκα
Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα, ακόμα και σε νήπια και παιδιά προσχολικής ηλικίας. Τα αποτελέσματα της Παιδικής και Εφηβικής Έρευνας Υγείας (KiGGS) που πραγματοποιείται από το Robert Koch Institute με δεδομένα από περισσότερα από 17.000 παιδιά και εφήβους δείχνουν ότι το 15 % των παιδιών είναι ήδη υπέρβαρα και 6,3 % είναι πραγματικά παχύσαρκοι. Στα παιδιά 3 έως 6 ετών, 9 % ήδη αντιμετωπίζουν υπερβολικό βάρος και 2,9 % είναι ήδη παχύσαρκα [Kurth et al. 2007]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι γονείς χρειάζονται βοήθεια!


Πρωτεΐνη - παράγοντας κινδύνου παχυσαρκίας σε νήπια
Νέα ευρήματα έρευνας δείχνουν ότι η διατροφή που παρέχεται στα μικρά παιδιά, και ειδικά η παροχή πρωτεΐνης, μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του σωματικού βάρους. Τα αποτελέσματα της Ανθρωπομετρικής κατά Μήκος σχεδιασμένης μελέτης Σιτισμού του Ντόρμουντ (μελέτη DONALD) από το Ινστιτούτο Ερευνών για τη διατροφή των παιδιών, για παράδειγμα, δείχνουν ότι τα παιδιά με υψηλή παροχή πρωτεΐνης κατά τη διάρκεια του 2ου έτους της ζωής έχουν δείκτη μάζας σώματος (BMI) ή αναλογία λίπους μεγαλύτερο από το 75ο εκατοστημόριο στην ηλικία των 7 [Günther et al. 2007]. Με αυτόν τον τρόπο η υψηλή προσφορά ζωικών πρωτεϊνών (8,4% της συνολικής ημερήσιας παροχής ενέργειας), κυρίως από το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (4,4% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακού εφοδιασμού), σε ηλικία 12 μηνών συσχετίζεται με ποσοστό σωματικού λίπους που είναι 1 % υψηλότερο κατά μέσο όρο στην ηλικία των 7 έναντι των παιδιών με χαμηλότερη προσφορά πρωτεΐνης. Ως υποκείμενος μηχανισμός, η αυξημένη έκκριση της ινσουλίνης και του «αυξητικού παράγοντα που δρα σαν ινσουλίνη» (IGF-1) που προκύπτουν από την αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης, είναι υπό συζήτηση. Αυτός ο παράγοντας της ανάπτυξης είναι ουσιαστικής σημασίας για την ανάπτυξη των μυών και των οστών, αλλά προωθεί επίσης την παραγωγή των λιποκυττάρων [Günther et al. 2007 β].


Οι ειδικοί βλέπουν την κατάσταση κριτικά
«Μια μη ισορροπημένη παροχή θρεπτικών συστατικών στην πρώιμη παιδική ηλικία μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην περαιτέρω ανάπτυξη του παιδιού», λέει ο καθηγητής Wabitsch, παιδίατρος και διευθυντής του Τμήματος Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας και Διαβητολογίας στην πανεπιστημιακή κλινική Ulm. «Υπάρχει μια υπερβολική προσφορά πρωτεϊνών, κορεσμένων λιπαρών οξέων και νατρίου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ελλείμματα σε σχέση με τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, σίδηρο, ιώδιο, φυλλικό οξύ και βιταμίνη D.» Επιπλέον, τρέχουσες μελέτες έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της υψηλής προσφοράς πρωτεϊνών σε μικρή ηλικία και τον μετέπειτα κίνδυνο παχυσαρκίας. «Η βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία φαίνεται να είναι μια «ευαίσθητη περίοδος», στην οποία αυτές οι συνέπειες είναι ιδιαίτερα ισχυρές, μερικές φορές με σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες.»
Ο Καθηγητής Martin Wabitsch βλέπει την κατανάλωση τροφίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες ως σημαντική συμβολή στη βελτιστοποίηση της διατροφής των παιδιών. Μια προσέγγιση θα μπορούσε να παρέχεται από τα λεγόμενα ειδικά γάλατα για τα παιδιά. Έχουν περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες κατάλληλη για παιδιά, και ταυτόχρονα παρέχουν τα συχνά ανεπαρκή θρεπτικά συστατικά όπως ο σίδηρος, το ιώδιο, η βιταμίνη D και τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Η μειωμένη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη στο ειδικό γάλα για τα παιδιά μπορεί να βοηθήσει να μειωθεί το πλεόνασμα της προσφοράς πρωτεϊνών στα παιδιά καθώς και ο πιθανός κίνδυνος παχυσαρκίας.


Ο ρόλος του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων στη διατροφή των παιδιών
Το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι ιδιαίτερα θρεπτικές τροφές που παίζουν σημαντικό ρόλο ιδίως όσον αφορά την παροχή ασβεστίου. Από την άλλη πλευρά, το αγελαδινό γάλα περιέχει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο πρωτεϊνών, κορεσμένων λιπαρών οξέων, και μόνο μικρές ποσότητες ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, σιδήρου, ιωδίου, φυλλικού οξέος και βιταμίνης D. Η ημερήσια ποσότητα αγελαδινού γάλακτος που συνίσταται από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Ντόρτμουντ για τη διατροφή των παιδιών (FKE) των 300 ml για τα παιδιά κατά το δεύτερο έτος της ζωής και 330 ml για παιδιά 3 ως 4 ετών καλύπτει ήδη το 70% του ημερήσιου σιτηρεσίου πρωτεϊνών που συνιστάται για παιδιά. 


Η παιδική φόρμουλα αποτελεί μια λογική εναλλακτική λύση σεσ χέση με το αγελαδινό γάλα
Πρωτεΐνη: Η φόρμουλα περιέχει τις θετικές ιδιότητες του αγελαδινού γάλακτος, και η σύνθεση του λαμβάνει επίσης υπόψη τις ειδικές διατροφικές ανάγκες των μικρών παιδιών. Παρέχει περίπου 50 % λιγότερη πρωτεΐνη από το γάλα αγελάδας, και με 2 μερίδες των 230 ml συμβάλλει μόνο κατά 2,6% έναντι στη συνολική ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη.
Σίδηρος: Σύμφωνα με την Έκθεση Διατροφής 2008, ο σίδηρος παραμένει ένα κρίσιμο θρεπτικό συστατικό στη διατροφή των παιδιά στη Γερμανία. Η έλλειψη σιδήρου μπορεί να βλάψει τη σωματική και πνευματική απόδοση. Ενώ το αγελαδινό γάλα περιέχει μόνο πολύ λίγο σίδηρο, δηλαδή 0,06 mg/100 ml, η φόρμουλα περιέχει σαφώς περισσότερο σίδηρο και αποτελεί μια σημαντική συμβολή της τάξης του 70% στην κάλυψη των αναγκών σε σίδηρο.
Ιώδιο: Τα αποτελέσματα της Έρευνα Υγείας Παιδιών και Εφήβων (KiGGS) δείχνουν ότι σχεδόν τα μισά παιδιά στην ηλικιακή ομάδα 0-2 ετών έχουν μια ήπια έλλειψη ιωδίου με βάση τα κριτήρια του WHO [Thamm et al. 2007]. Περίπου το 12% έχουν πραγματικά ένα σοβαρό έλλειμμα ιωδίου (ioduria <25 g / l). 
Βιταμίνη D: Τα παιδιά στη Γερμανία παίρνουν μόνο το 20% της συνιστώμενης από τη Γερμανική Εταιρεία Διατροφής δοσολογίας σε βιταμίνη D [Kersting et al. 2008]. Τα αποτελέσματα μιας πρακτικής διατομικής έρευνας στο Mühlheim δείχνουν σαφώς ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι ένα τοπικό ζήτημα, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες. Επιπλέον, τα τελευταία ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι η βέλτιστη παροχή βιταμίνης D είναι σημαντική όχι μόνο για την απορρόφηση του ασβεστίου και την ανάπτυξη των οστών, αλλά διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην πρόληψη πολλών χρόνιων ασθενειών. Ενώ το αγελαδινό γάλα περιέχει μόνο περίπου 0,1 μg βιταμίνης D ανά 100 ml, η βρεφική φόρμουλα περιέχει περίπου 1,1 μg/100 ml και συμβάλλει σημαντικά προς την κατεύθυνση της παροχής βιταμίνης D. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή υπάρχουν μόνο πολύ λίγες φυσικές πηγές της βιταμίνης D (π.χ. ψάρι), και, επιπλέον, η χρήση των αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας συνιστάται για όλα τα παιδιά κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά μπορούν να απορροφήσουν μόνο πολύ μικρές ποσότητες βιταμίνης D μέσω της διατροφής ή από το δέρμα. Στις ΗΠΑ έχει ήδη γίνει κοινή πρακτική ο εμπλουτισμός του γάλακτος με τη βιταμίνη D (1 μg/100 ml) εδώ και πολλά χρόνια.
Το φολικό οξύ και η βιταμίνη Ε: Ακόμα δύο κρίσιμα θρεπτικά συστατικά από τα οποία τα μικρά παιδιά λαμβάνουν μόνο το 80% της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης είναι το φυλλικό οξύ και βιταμίνη Ε. Η φόρμουλα περιέχει σαφώς περισσότερο φυλλικό οξύ από το γάλα αγελάδας, και πολύ περισσότερη βιταμίνη Ε, και έτσι συμβάλλει στη βελτιωμένη παροχή θρεπτικών συστατικών.


Στη Γαλλία, η κατανάλωση της φόρμουλας γάλακτος αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 1997 και 2005. Την ίδια στιγμή παρατηρήθηκε σημαντική μείωση στην κατανάλωση του αγελαδινού γάλακτος – με θετικά αποτελέσματα: Η πρόσληψη πρωτεΐνης και νατρίου μειώθηκε, και επιτεύχθηκε βελτιωμένη πρόσληψη α-λινολενικού οξέως, βιταμίνης C και Ε, καθώς επίσης και σιδήρου. Το γαλλικό μοντέλο «φόρμουλα γάλακτος αντί του αγελαδινού γάλακτος» θα πρέπει να είναι ένα θετικό πρότυπο για τη διατροφή των παιδιών και προσφέρει στους γονείς ένα υγιεινό, ιδιαίτερα θρεπτικό προϊόν το οποίο στα παιδιά αρέσει να πίνουν.


Αναφορές:
1. Günther ALB, Remer T, Kroke A et al.: Early protein intake and later obesity risk: which protein sources at which time points throughout infancy and childhood are important for body mass index and body fat percentage at 7 y of age? AM J Clin Nutr 2007(a); 86: 1765-72
2. Günther ALB, Buyken AE, Kroke A: Protein intake during the period of complementary feeding and early childhood and the association with body mass index and percentage body fat at 7 y of age. Am J Clin Nutr 2007(b); 85:1626-33
3. Kersting M, Bergmann K. The intake of calcium and vitamin D – The DON-ALD-Study. Kinderärtztliche Praxis 2008 79: 296-9.
4. Kurth BM, Schaffrath Rosario A: The proliferation of overweight and obesity in children and young people in Germany.Bundesgesundheitsbl Gesundheitsforsch Gesund-heitsschutz 2007; 50: 736-43

Μείνετε ενημερωμένοι για την υγεία του παιδιού σας

Εισάγετε την ημερομηνία γέννησης του παιδιού σας

Μείνετε ενημερωμένοι για
το παιδί σας

Η ιστοσελίδα Paidiatros.com θέλει να σας προσφέρει την καλύτερη δυνατή εμπειρία κατά τη χρήση αυτού του ιστότοπου. Προς τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιεί cookies και άλλες τεχνολογίες για να κατανοήσει τα ενδιαφέροντά σας, να προσαρμόσει τον ιστότοπό της στις ανάγκες σας και να διαχειριστεί τις διαφημίσεις της. Πατώντας «Αποδοχή» δίνετε τη συγκατάθεσή σας για τη χρήση αυτή σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εγχώριο δίκαιο και την Πολιτική μας για τα Cookies. Για να δείτε ολόκληρη τη λίστα των cookies και να μας πείτε αν μπορούν ή όχι να χρησιμοποιηθούν στη συσκευή σας, χρησιμοποιήστε το Εργαλείο Συγκατάθεσης για τα Cookies. Πολιτική Cookies της ιστοσελίδας μας