Ευχαριστώ για την ερώτησή σας. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας βασίζονται πολύ στους γονείς τους για την κάλυψη των αναγκών τους, αφού οι ικανότητές τους για να τις καλύψουν είναι πολύ περιορισμένες. Δεν έχουν ακόμη αναπτύξει την ικανότητα να επικοινωνήσουν λεκτικά, δεν έχουν, δηλαδή, το αναγκαίο λεξιλόγιο για να εκφράσουν αυτό που τους προβληματίζει ή αυτό που χρειάζονται. Είναι πολύ φυσιολογικό, επομένως, για ένα γονέα να νιώθει μπερδεμένος με τη μη-λεκτική επικοινωνία του παιδιού του, αφού οι πιθανότητες είναι πως και το ίδιο το παιδί δεν αναγνωρίζει τι είναι αυτό που το προβληματίζει ή αυτό που χρειάζεται. Πολλές φορές αυτές οι ανάγκες μπορεί να αφορούν σε μια βιολογική ανάγκη όπως η πείνα, ο πόνος ή ακόμη και στην ανάγκη τρυφερότητας.
Σε περιπτώσεις όπου το παιδί παρουσιάζει αυτές τις έντονες αντιδράσεις, είναι δύσκολο να ηρεμίσει λεκτικά, αφού αισθάνεται πως υπάρχει κάποιος κίνδυνος και μια ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί. Επίσης, επειδή μέσα από το κλάμα και το θυμό το παιδί προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον γονιό, δεν συνιστάται να το αγνοήσουμε.
Το παιδί, μέσα από τα δάκρυα ή τις αντιδράσεις του, προσπαθεί να στείλει ένα μήνυμα. Ο γονέας είναι σημαντικό να κατέχει επαρκείς γνώσεις για το παιδί του, για να μπορεί να κάνει ασφαλέστερες «υποθέσεις» για το τι μπορεί να του συμβαίνει και να αποκωδικοποιήσει το μήνυμα όσο πιο κοντά στην αλήθεια του παιδιού του. Όταν γίνει αυτό, ο γονιός μπορεί να εκφράσει την ερμηνεία του και να ζητήσει ή να περιμένει την ανατροφοδότηση του παιδιού για να ελέγξει την εγκυρότητα της αποκωδικοποίησης με γνώμονα πάντα το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται. Ο γονιός ίσως χρειαστεί να επαναλάβει αρκετές φορές την ίδια μέθοδο μέχρι να εντοπίσει το σωστό μήνυμα. Πριν το κάνει όμως αυτό, πρέπει να αφιερώσει χρόνο παρακολουθώντας το παιδί και τις αντιδράσεις του, σημειώνοντας τις ώρες/στιγμές της ημέρας που το παιδί είναι πιο ευάλωτο. Μαζεύοντας τα στοιχεία για τις συνθήκες που πυροδοτούν τις αντιδράσεις του παιδιού, ο γονιός θα μπορεί πιο εύκολα να κάνει «υποθέσεις» για το τι συμβαίνει (π.χ. το παιδί μπορεί να αντιδρά έτσι όταν νιώθει κουρασμένο ή όταν είναι απασχολημένος ο γονιός). Ακολούθως ο γονιός, κατονομάζει με απλά λόγια το συναίσθημα, όπως για παράδειγμα «Νιώθεις λυπημένη όταν φεύγει η μαμά. Όταν φεύγει η μαμά, θες το αρκουδάκι σου.», και αφού δώσει περιθώριο ανταπόκρισης, παρατηρεί τις αντιδράσεις του. Εάν υπολόγισε σωστά για το τι χρειάζεται, τότε θα δει να μειώνονται οι εξάρσεις. Αν όχι, θα δοκιμάσει ξανά για καλύτερο αποτέλεσμα.
Με τον πιο πάνω τρόπο, δηλαδή μέσα από την παρατήρηση και τον πειραματισμό, ο γονιός θα αρχίσει να καταλαβαίνει καλύτερα τη γλώσσα του παιδιού του. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή και κατανόηση. Σε ότι αφορά στη χρήση της πιπίλας, το σημαντικό δεν είναι τόσο αν θα σταματήσει ή όχι τη χρήση της σε εκείνο το στάδιο, αλλά η κατανόηση των αιτιών που τη ζητά.
Αθηνά Χρίστου, Κλινική Ψυχολόγος