Θα ξεκινήσω με μια κατάθεση του Γερμανού φιλοσόφου Φρ. Νίτσε, την οποία διατυπώνει με το στόμα του ήρωά του Ζαρατούστρα: «Ο Θεός πέθανε», για να απαντήσω με μια αντίστοιχη, αντίθετη θέση, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: «Αν ο Θεός δεν υπάρχει, τότε επιτρέπονται όλα», αλλά με όλες τις συνέπειες, προσθέτομε.
Σ’ αυτό, δυστυχώς, το πλέγμα, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι διακινείται και το θέμα μας, έστω κι αν αυτό, από μια πρώτη θεώρηση κρίνεται υπερβολικό ή απίθανο. Τούτο, όμως, θα φανεί στη συνέχεια, ότι δηλαδή οι μεταφυσικές ανησυχίες των νέων, και ιδιαίτερα στο θέμα της ζωής και του θανάτου, προκαλούνται και διακινούνται σ’ αυτό το πλαίσιο. Ας ξεκινήσουμε όμως από την αρχή.
Τι σημαίνει η διατύπωση: «Μεταφυσικές ανησυχίες των νέων»;
Ο μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, γράφοντας και ολοκληρώνοντας το βιβλίο του «Τα Φυσικά», επιχείρησε, στη συνέχεια, να συντάξει ένα δεύτερο κείμενο, ως προέκταση του πρώτου. Έτσι, στο πρώτο δοκίμιό του εντόπισε στο περιεχόμενό του, τα όσα υπάρχουν και λειτουργούν στον κόσμο, το Φυσικό κόσμο, όπως τον ονομάζει. Στο δεύτερο, που αποτελούσε συμπλήρωμα του πρώτου, έθεσε ως στόχο του να ασχοληθεί, με όσα υπερβαίνουν το Φυσικό κόσμο ή ανήκουν στο χώρο μετά τα Φυσικά, και έτσι, άθελά του, θα μπορούσαμε να πούμε, αποτόλμησε να προσεγγίσει θέματα και μεγέθη πέραν του φυσικού κόσμου. Με τον τρόπο αυτό ονομάστηκε το κείμενό του μ’ ένα όρο: «Μεταφυσικά».
Προτάσσοντας τον Αριστοτέλη και τα έργα του, και θέτοντας τα φυσικά και τα μεταφυσικά, θέλησα να τοποθετήσω και τα όρια του θέματός μου και μέσα σ’ αυτά να εντάξω το κεφάλαιο που λέγεται και που ακούει στη λέξη «νεότητα».
Έχω την αίσθηση, και αυτό είναι το ορθό, ότι η προσέγγιση του αντικειμένου μου δεν μπορεί να κινείται μόνο στη σφαίρα της μεταφυσικής, χωρίς να συνάπτεται και να θεωρείται και μέσα από τη διάσταση της φυσικής, δηλαδή του φυσικού κόσμου. Γιατί μέσα σ’ αυτόν υπάρχει, κινείται, αναπτύσσεται και συμπεριφέρεται ο κάθε άνθρωπος, και προπαντός ο νέος. Και, για να γίνω πιο σαφής και πρακτικός, εννοώ, με την τοποθέτηση αυτή, ότι το νόημα ζωής που δίνει ο νέος, όπως και ο κάθε άνθρωπος, μέσα στο φυσικό κόσμο που ζει, τούτο προσδιορίζει και την ποιότητα των σχέσεών του με το μεταφυσικό μέγεθος.
Είναι λάθος, πιστεύω, να νομίζει κάποιος ότι το φυσικό και το υπερφυσικό δεδομένο είναι δύο κύκλοι, οι οποίοι συνδέονται ρηχά και εξωτερικά μεταξύ τους, χωρίς την εσωτερική ή την οντολογική σχέση τους. Το μεταφυσικό στοιχείο είναι επάλληλο με το μεταφυσικό και δεν είναι κάτι που αρχίζει να υπάρχει έξω από τη ζωή του ανθρώπου ή αρχίζει να λειτουργεί, για κάποιους, μετά και πέρα από το θάνατο.
Πιο συγκεκριμένα, ο Θεός και τα του Θεού πράγματα, γιατί περί αυτών πρόκειται, όταν μιλάμε για μεταφυσικό μέγεθος, δεν είναι ένα γεγονός που δεν έχει σχέση με τη ζωή, την ύπαρξη, το σκοπό και το θάνατο του ανθρώπου. Ούτε πάλι και ο υπόλοιπος κόσμος, ο συμπαντικός, είναι άμοιρος της παρουσίας και της γεύσης του Θεού. Έτσι, το φυσικό και το μεταφυσικό στοιχείο λειτουργούν σε μια ασύγχυτη και άφυρτη κοινωνία, όπου το ένα, το φυσικό, υπάρχει και διακρατείται στο είναι εξαιτίας του άλλου, του μεταφυσικού. Τούτο, όμως, τι σημαίνει;
Όχι μόνο στη θεολογία αλλά και στη φιλοσοφία, και εδώ άνετα μπορούμε να καταφύγουμε στη διδασκαλία των φιλοσόφων για την οντολογία, υπάρχει σχεδόν κοινή πορεία και κοινός τόπος για την κοσμογονία και την ανθρωπογονία. Για τους φιλοσόφους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, προπάντων, ον είναι εκείνο το οποίο υπάρχει από μόνο του, είναι η αυτοΰπαρξη και το αυτοόν. Είναι, κατά τον Αριστοτέλη, «τό κινοῦν ἀκίνητον», «ἡ πρώτη ἀρχή», από την οποία προέρχονται όλα τα άλλα. Έτσι, και στη βιβλική αναφορά, ο Θεός, ως το όντως Ον, αποτελεί την αιτία όλων των όντων. Είναι το αίτιο και όλα τα άλλα είναι τα αιτιατά, τα αποτελέσματα, τα παράγωγα, τα εξαρτήματά του. Στο ερώτημα του Μωϋσή προς το Θεό μπροστά στη φλεγόμενη βάτο: ‘’Ποιος είσαι συ και ποιο είναι το όνομά σου;’’, ο Θεός απάντησε: ‘’Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν’’ (Ἔξ. 3,14).
Έτσι, σ’ αυτό, ακριβώς, το θεοπρεπές σχήμα οικοδομείται, όχι μόνο η προέλευση των όντων εκ του Όντος, δηλαδή εκ του Θεού, αλλά και σ’ αυτόν στοιχειοθετείται και νοηματοδοτείται η λειτουργία και η σκοπιμότητα όλου του κόσμου.
Επομένως, το μεταφυσικό μέγεθος δίδει υπόσταση και στόχευση στο φυσικό, και το φυσικό υπάρχει και λειτουργεί εξαιτίας του μεταφυσικού. Άρα, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για τον κόσμο μας, περιθωριοποιώντας ή αχρηστεύοντας ή, για να μιλήσομε με την άπιστη γλώσσα του Νίτσε, «πεθαίνοντας» το Θεό. «Άκου το κουδουνάκι... φέρνουν την Κοινωνία ενός νεκρού Θεού!», ειρωνευόταν ο Νίτσε, την περιφορά των Τιμίων Δώρων την ώρα της Θείας Λειτουργίας!
Για να προσθέσει ακόμη στα κείμενά του ότι, όσα έχουν σχέση με την αρετή, δηλαδή η ηθική, η αλήθεια, η τιμιότητα, η ευσέβεια και άλλα, όλα αυτά είναι υποκειμενικές αντιλήψεις, οι οποίες απέχουν από την πραγματικότητα και, άρα, αυτό που ισχύει είναι το υποκειμενικό στοιχείο, αυτό που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται. Έτσι, η αλήθεια, κατά τον Νίτσε, είναι εκείνο που ο ίδιος ο άνθρωπος εννοεί ως ορθό. Άλλωστε, όλες οι λεγόμενες αρετές, έλεγε, είναι θηλυκού γένους, γι’ αυτό και οδηγούν σε εξασθένηση τον άνθρωπο. Η μη αποδέσμευση του ανθρώπου από αυτού του είδους την καθιερωμένη ηθική, οδηγεί στο μαρασμό και στην εξουθένωσή του. Αντίθετα η πίστη στον εαυτό μας, δίδασκε, καλλιεργεί τη δυναμική που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του και που τον «καταξιώνει», ώστε να γίνεται «υπεράνθρωπος».
Το ίνδαλμα της ιδεολογίας του Νίτσε ήταν, πώς ο άνθρωπος να ζήσει και να θαυματουργήσει σαν ένας άλλος θεός χωρίς το Θεό αλλά και χωρίς φραγμούς ηθικής. Θα λέγαμε εδώ ότι το παράδειγμα του ανθρώπου, που προβάλλει η νιτσεϊκή ανθρωπολογία, δε διαφέρει και πολύ από την προσπάθεια του πρώτου ανθρώπου να γίνει θεός χωρίς το Θεό, εκθρονίζοντας το Θεό. Το τέλος του φιλοσόφου τούτου είναι γνωστό. Να καταλήξει στο φρενοκομείο!
Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινήθηκε και ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος απέδιδε τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε μια «κακή πίστη», που του προκαλούν παράγοντες έξω από τον εαυτό του και που προέρχεται μάλιστα από το Θεό των Χριστιανών, στον οποίο και δεν πίστευε. Έφτασε μέχρι του σημείου ο Σαρτρ να διακηρύττει ότι «ο άλλος είναι η κόλασή μου» (!) και να συνιστά: «Να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου και το συναίσθημά σου» (!).
Τούτες, όμως, οι αντιλήψεις, που δεν εκφράζονται μόνο σε κάποιους φιλοσόφους, αλλά και σε πολλούς ανθρώπους, είναι αυτές που καλλιεργούν την έκπτωση του θεοτικού στοιχείου και ανατρέπουν τη φυσική τάξη και διαβρώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο και υπονομεύουν τις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις, αλλά και προκαλούν τις μεταφυσικές αγωνίες μπροστά στη ζωή και στο θάνατο.
Δεν ξέρομε πόσο είναι αληθινό, αλλά πάντως είναι διαδεδομένο ότι ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν έντονα θιασώτης των Νιτσεϊκών απόψεων και ότι είχε υπόψη του τον «υπεράνθρωπό» του, όταν συνελάμβανε και πραγματοποιούσε τα όνειρά του για την υπεροχή της Γερμανικής φυλής, ότι αυτή πρέπει να κυβερνήσει τον κόσμο, οδηγώντας όμως την ανθρωπότητα στο πιο φοβερό σχιζοφρενικό αιματοκύλισμα!
Έτσι, μιλώντας για μεταφυσικές ανησυχίες των νέων, αυτές δεν μπορεί να είναι άσχετες με τις πιο πάνω αντιλήψεις. Και τούτο, γιατί τα ερωτήματα: «ποιος είμαι, από πού έρχομαι, γιατί ζω, γιατί ο πόνος, πού πηγαίνω, γιατί πεθαίνω, τι υπάρχει μετά θάνατο» και άλλα δεν είναι ασυνάρτητα και ανεξάρτητα από το πώς ζω και τι πιστεύω. Έχει καίρια σημασία ο τρόπος και η ποιότητα της ζωής, ιδιαίτερα των νέων, προκειμένου να υπάρχουν απαντήσεις σ’ αυτά, τα κατά τα άλλα, φυσιολογικά και ορθά ερωτήματα. Προπάντων, όταν ο άνθρωπος και μάλιστα ο νέος ευρίσκεται αντιμέτωπος με κρίσιμα προβλήματα ύπαρξης, ζωής και θανάτου, τότε αναζητεί γι’ αυτά τα θέματα απαντήσεις και μάλιστα ικανοποιητικές, τις οποίες δεν ευρίσκει στον εαυτό του.
Ασφαλώς και υπάρχουν απαντήσεις σ’ αυτά τα ζητήματα. Αλλά η πληρότητα των απαντήσεων και η ικανοποίηση του νέου, κυρίως, εξαρτάται και από εκείνο το μέγεθος που ανταποκρίνεται στα ερωτήματά του: Και τούτο το μέγεθος είναι ο Θεός και ο πιστός άνθρωπος.
Δυστυχώς, σήμερα παρατηρείται μια αντίφαση στο τι οι άνθρωποι λένε και στο τι πιστεύουν. Ιδιαίτερα περισσότερες προκαλούν απορίες, αν όχι και σκανδαλισμό στη νεότητα, οι μεγαλύτεροι, και αυτό είναι το τραγικό, τόσο με τον τρόπο της ζωής τους, όσο και με τις αντιλήψεις τους.
Αλλά και οι ίδιοι οι νέοι, παρασυρόμενοι από τα ρεύματα της λογικοκρατίας και της ηδονοθηρίας και ζώντας μέσα σ’ ένα κυκεώνα σύγχυσης, αγνωστικισμού και απουσίας του Θεού, κυριολεκτικά βιώνουν το πλέγμα των μεταφυσικών ανησυχιών τους κατά τρόπο αφύσικο ή και βίαιο σε αρκετές περιπτώσεις.
Ακούμε πολλές φορές ή και γινόμαστε, δυστυχώς, μάρτυρες μιας ανορθόδοξης ή και αντικοινωνικής συμπεριφοράς της νεότητας. Βλέπομε και θλιβόμαστε ταυτόχρονα για τη βίαιη αναστροφή των νέων. Και προβληματιζόμαστε για τον τρόπο αντιμετώπισης ή και καταστολής αυτών των φαινομένων. Θρηνούμε, ακόμη, και σε αρκετές περιπτώσεις νέους μας, οι οποίοι γίνονται θύματα της ταχύτητας ή της παγίδευσής τους στις εξαρτησιογόνες ουσίες. Και αυτά τα δυσάρεστα φαινόμενα κανένας από μας δεν έχει αμφιβολία ότι συμβαίνουν και παρατηρούνται με αυξανόμενο ρυθμό. Τελικά, τι είναι εκείνο που σπρώχνει το νέο να παραβιάζει την περιουσία, τη δημόσια τάξη, να εκδηλώνεται επιθετικά έναντι του συνανθρώπου του ή του μέλους της οικογένειάς του και ακόμη να θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο τον εαυτό του;
Θα αποτολμούσα να έλεγα, και αυτό ας μη φανεί υπερβολικό ή εξωπραγματικό, ότι ο νέος, με τον τρόπο αυτό, στο βάθος θέλει να εκφράσει τη φωνή διαμαρτυρίας του για όλα όσα συμβαίνουν και μέσα του και γύρω του. Μέσα του, γιατί βιώνει καίρια ζητήματα ύπαρξης και ζωής, τα οποία απαιτούν σωστές απαντήσεις, και γύρω του, γιατί μάταια ψάχνει να βρει γνησιότητα συμπεριφοράς και λόγου. Αυτά, αν μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε θα λέγαμε ότι ο νέος θέλει γνήσιες απαντήσεις στα υπαρξιακά του ζητήματα, τα οποία σε τελική έκβαση μεταφράζονται ως μεταφυσικές αγωνίες και πνευματικό κενό. Και ιδιαίτερα ανησυχεί το νέο το καίριο ζήτημα της ζωής και του θανάτου. Τα συμπτώματα πάντοτε έχουν τα αίτιά τους. Και η σωστή διάγνωση είναι εκείνη που οδηγεί στη σωστή αντιμετώπιση και θεραπεία.
Και εδώ ακριβώς έρχομαι, για να πω και να θέσω και προς τον εαυτό μου αλλά και προς όλους μας το ερώτημα: πότε και με ποιο τρόπο οι δάσκαλοι, οι γονείς, οι παιδαγωγοί και γενικότερα όσοι ασχολούμαστε με τα παιδιά και τους νέους σταθήκαμε δίπλα τους, ακούσαμε τους παλμούς της καρδιάς τους, τους πήραμε από το χέρι και βαδίσαμε μαζί τους ως φίλοι, ως αδελφοί, ως πατέρες ή, ακόμη, αν θέλετε, ως διάκονοί τους; Συνήθως στεκόμαστε αφ’ υψηλού, δίνομε εντολές, έχομε απαιτήσεις, διεκδικούμε τίτλους κριτή και δικαστή, χωρίς όμως και να μπαίνομε στον κόπο να γινόμαστε γνήσιοι με τον εαυτό μας και με τους νέους. Έτσι, ποια αποτελέσματα, τελικά, αναμένομε να έχει αυτού του είδους η συμπεριφορά μας;
Θα αποτολμούσα να έλεγα ότι οι νέοι, όχι μόνο μεταφυσικές ανησυχίες έχουν αλλά και φυσικές, άλλωστε αυτό διαδηλώνει και το θέμα μας: «Μεταφυσικές ανησυχίες των νέων περί ζωής και θανάτου». αφού στην πράξη εμείς οι μεγαλύτεροι αποτελούμε την τροχοπέδη και το εμπόδιό τους, ώστε τα οράματά τους για τη ζωή να καταστέλλονται, οι ελπίδες τους για το μέλλον τους να σβήνουν και οι προσδοκίες τους για τη ζωή και την υπέρβαση του θανάτου να μετατρέπονται σε κρίσιμες αγωνίες και απογοητεύσεις. Και, ακόμη, τα τεράστια κεφάλαια της ζωής σε σχέση με το θάνατο να μετασκευάζονται σε ασφυκτικό κλοιό μέσα τους και γύρω τους, και να τους συνθλίβουν.
Με αυτά που διατυπώνονται δεν εξυπακούεται πως δεν υπάρχουν και άνθρωποι που αγαπούν τους νέους και δεν υπάρχουν και νέοι που έχουν σωστές και υγιείς ανησυχίες και για την παρούσα αλλά και για την αιώνια ζωή. Όμως το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και αναπτύσσονται οι νέοι μας, έχω την πεποίθηση, ότι μάλλον δεν τους βοηθά και ότι σε αρκετές περιπτώσεις, όχι μόνο τους απογοητεύει αλλά και τους εξοργίζει.
Γι’ αυτό, όσοι πονούμε για τη νεότητα και πασχίζομε γι’ αυτή, τουλάχιστο πρέπει να αποβαίνομε ο υποστηριγμός της και το πρότυπό της. Και κοντά στα άλλα έχομε πρώτιστο καθήκον να ασκήσομε τους νέους μας, ώστε να καταστούν ισχυροί να συνθέτουν το φυσικό με το μεταφυσικό γίγνεσθαι, που αναγκαστικά υπάρχει στη ζωή τους, και να μπορούν έτσι να παλεύουν, παρά τις αντιξοότητες, και να αποβαίνουν νικητές.
Μέτρο αυτής της συμπεριφοράς μας δεν μπορεί να είναι οι διάφοροι πρόχειροι πειραματισμοί, αλλά οι δοκιμασμένες διαχρονικές αξίες, οι οποίες λειτουργούν μεταμορφωτικά και λυτρωτικά στο πρόσωπο της νεότητας. Και αυτές είναι οι αλήθειες του ευαγγελικού λόγου. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος ο οποίος χαρίζει πληρότητα ζωής και προσφέρει νόημα στο ανθρώπινο πρόσωπο. Τούτος ο λόγος, είναι κατά το ευαγγέλιο, «τα ρήματα ζωής» (Ιωάν. 6,68), τα οποία μπορούν και καθιστούν τον άνθρωπο σοφό κατά κόσμο αλλά και σοφό καθ’ εαυτόν και κατά Θεό.
Και πάνω από όλα πρότυπο αντιμετώπισης της ζωής και του θανάτου, ως προέκταση της ζωής, αποτελούν οι άγιοι και οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας. Ο Χριστιανός και τον κόσμο αγαπά αλλά και το θάνατο δε φοβάται. Ή, μάλλον, βλέπει τον εαυτό του πάντα στα χέρια του Θεού. Γι’ αυτό και βιώνει μαζί με τον Απόστολο Παύλο το: «Ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14,8).
Διάβαζα κάποτε ένα βιβλίο μ’ ένα παράξενο τίτλο, τον εξής: «Το αριστερό χέρι του Θεού». Κεντρικό νόημα του κειμένου ήταν: «Και εάν γλιστρήσω από το δεξί χέρι του Θεού, ο Θεός θα με πιάσει με το αριστερό του χέρι». Αυτός είναι ένας συγκλονιστικός, αλλά συνάμα πραγματικός και παρήγορος λόγος, της ασφάλειας που παρέχει η πίστη στο Θεό.
Θυμάμαι, ακόμη, μια όμορφη διατύπωση ενός Ούγγρου συγγραφέα του Τ. Toth, που έλεγε: «Η ζωή μας είναι ένα πανέμορφο κέντημα, που εμείς στην παρούσα ζωή βλέπομε μόνο την ανάποδη πλευρά. Στην άλλη ζωή θα δούμε το όμορφο πλαίσιό του».
Τούτη είναι η ταιριαστή σύζευξη του φυσικού με το μεταφυσικό. Τούτη είναι η όμορφη σύνθεση της ζωής και η απάντησή της στη μεταφυσική ανησυχία του θανάτου.
Ρώτησαν κάποτε με έντονο ύφος οι ναύτες ενός πλοίου ένα νεαρό, γιατί δεν ανησυχεί, αφού το σκάφος κινδύνευε να βυθισθεί από τη θαλασσοταραχή. Και αυτός απάντησε: «Είμαι ήρεμος. Καπετάνιος είναι ο έμπειρος πατέρας μου!».
Ναι, το σκάφος της ζωής μας, και κυρίως των νέων μας, μπορεί τώρα να είναι ανοιγμένο στο πέλαγος και μπορεί να το κυκλώνουν επικίνδυνες θύελλες. Αλλά καμιά ανησυχία δεν μπορεί να μας συμπνίγει, γιατί κυβερνήτης της ζωής μας είναι ο Θεός Πατέρας μας. Αυτός κρατεί στα χέρια του το πηδάλιο της ζωής μας και αυτός κατευθύνει την πορεία μας. Και είναι βέβαιο πως τελικά, παρά τις όποιες καταιγίδες, και εδώ εννοώ τους νέους, αυτός ως ο παντοτινός Πατέρας και Θεός μας, θα οδηγήσει την πορεία της ζωής μας στο ασφαλές λιμάνι της Βασιλείας του.
Αγαπητοί φίλοι,
Απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα των νέων δεν είναι εύκολο να δώσουμε, κι αυτό γιατί εμείς οι ίδιοι, είτε δεν βιώσαμε την αλήθεια για να μπορέσουμε να τη μεταφέρουμε, είτε εν τινι μέτρο αν την βιώσαμε δε βρίσκουμε το χρόνο να τη μεταφέρουμε στα παιδιά μας.
Τα παιδιά μας χρειάζονται το χρόνο, τη σοφία και την εμπειρία μας, μα πάνω απ’ όλα χρειάζονται τη σωστή συμπεριφορά μας.
Συνεπώς, αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε να τα βοηθήσουμε χρειάζεται πρώτον, σωστή διαχείριση του χρόνου μας, δεύτερον, μελέτη του λόγου του Θεού και της σοφίας των ανθρώπων, και τρίτο και σημαντικότερο, ορθή βιωτή, γιατί αυτή αποτελεί το διαχρονικό πρότυπο που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα θα ακολουθούν τα παιδιά μας σε ολόκληρη τους τη ζωή.