Ερευνητές από το Εθνικό Κέντρο Περιγεννητικής Επιδημιολογίας της Μεγάλης Βρετανίας δημοσιεύουν τον Μάιο του 2011 στο επιστημονικό περιοδικό Archives of Disease in Childhood τα αποτελέσματα μιας πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας. Σε αυτήν, προσπάθησαν να διερευνήσουν την σχέση που έχει ο τρόπος διατροφής των βρεφών κατά τους πρώτους μήνες της ζωής τους με προβλήματα συμπεριφοράς πολύ αργότερα, στην ηλικία των 5 ετών.
Όλα τα παιδιά, κατά καιρούς, λίγο έως πολύ, ιδιαίτερα κατά την προσχολική και την πρώτη σχολική ηλικία, εμφανίζουν επιθετικές ή αρνητικές συμπεριφορές, όμως θεωρείται πως εμφανίζουν κάποιο πρόβλημα, μόνο αν αυτές οι πράξεις γίνονται συστηματικά για μεγάλη χρονική περίοδο και αναστατώνουν την προσωπική και την οικογενειακή ζωή του παιδιού.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έθεσαν στόχο να εξετάσουν κατά πόσο ο μητρικός θηλασμός σχετίζεται με την ανάπτυξη των παιδιών στον τομέα της συμπεριφοράς στην ηλικία των 5 ετών. Χρησιμοποίησαν δεδομένα από ένα μεγάλο, προοπτικό, εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού, την Πληθυσμιακή Μελέτη Χιλιετίας (Millennium Cohort Study). Μελετήθηκαν περίπου 10 χιλιάδες ζευγάρια μητέρων – παιδιών της λευκής φυλής. Η διάρκεια μητρικού θηλασμού (χωρίς διάκριση αποκλειστικού ή μικτού με ξένο γάλα) για αυτά τα παιδιά καθορίστηκε από συνέντευξη των γονιών όταν τα παιδιά ήταν στην ηλικία των 9 μηνών. Έπειτα εκτίμησαν την παιδική συμπεριφορά χρησιμοποιώντας ένα ειδικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από τους γονείς. Ακολούθως οι ερευνητές εξέτασαν στατιστικά την συσχέτιση ανάμεσα στην διάρκεια θηλασμού και τα παθολογικά συνολικά και επιμέρους σκορ στο ερωτηματολόγιο κατά την ηλικία των 5 ετών.
Παθολογικά σκορ σε τομείς συμπεριφοράς εμφάνισε το 12% των παιδιών που γεννήθηκαν τελειόμηνα και το 15% των παιδιών που γεννήθηκαν πρόωρα. Τα τελειόμηνα παιδιά που θήλασαν για τέσσερις τουλάχιστον μήνες – έστω και μη αποκλειστικά – είχαν μικρότερη πιθανότητα για παθολογικό συνολικό σκορ αλλά και επιμέρους σκορ στο τεστ (κατά μέσο όρο 33% λιγότερη πιθανότητα σε σύγκριση με παιδιά που δεν θήλασαν καθόλου.
Μια πιθανή εξήγηση για αυτή τη διαφορά, κατά τους επιστήμονες, είναι ότι το γάλα του θηλασμού περιέχει μεγάλες ποσότητες από ζωτικές ουσίες (πολυακόρεστα λιπαρά και ορμονικούς παράγοντες), που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος του βρέφους. Επίσης, ο θηλασμός συνεπάγεται μεγαλύτερη σωματική και ψυχική επαφή ανάμεσα στη μητέρα και το νεογέννητο, πράγμα που βοηθά στη μάθηση και την προσαρμοστικότητα του βρέφους στο νέο περιβάλλον που βρέθηκε.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι, τουλάχιστον για τα τελειόμηνα παιδιά, μεγαλύτερη διάρκεια μητρικού θηλασμού σχετίζεται με λιγότερα αναφερόμενα από τους γονείς προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά ηλικίας 5 ετών.
Η παραπάνω μελέτη δεν κάνει «χάρη» στον μητρικό θηλασμό. Όπως πολλές άλλες, δεν χρησιμοποιεί ως στάνταρ γκρουπ για την έρευνα το γκρουπ των παιδιών που τράφηκαν σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δηλαδή αποκλειστικά με θηλασμό για έξι μήνες και έπειτα με συνεχιζόμενο θηλασμό για τουλάχιστον 1 με 2 χρόνια. Αν η μελέτη είχε αυτό το γκρουπ παιδιών ως βάση και το συνέκρινε με το γκρουπ – παρέμβαση των παιδιών που δεν θήλασαν καθόλου και ήπιαν μόνο ξένο γάλα, τότε τα αποτελέσματα της έρευνας, οι διαφορές στην ανάπτυξη της συμπεριφοράς των παιδιών, είναι πολύ πιθανό να ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά νούμερα.
Δυστυχώς η περιθωριοποίηση του μητρικού θηλασμού στην βρεφική διατροφή δεν θα αλλάξει εάν οι επαγγελματίες υγείας δεν αλλάξουν και εάν οι επιστήμονες δεν πουν τα πράγματα με το όνομά τους.
Πηγή: Heikkilä K et al. Breast feeding and child behaviour in the Millennium Cohort Study. Arch Dis Child. 2011 May 9. Μετάφραση/ Σχολιασμός: Στέλιος Παπαβέντσης MRCPCH DCH IBCLC 2011