Ο Πάρις, 10 χρονών προβληματίζει με τη συμπεριφορά του τους γονείς, αλλά και τους δασκάλους του. Δεν μπορεί να καθίσει στην καρέκλα παραπάνω από λίγα λεπτά. Κάνει συνέχεια ζημιές. Ζαλίζει τους γονείς το. Βρίσκεται συνέχεια παντού. Δεν προσέχει όσα του λένε. Πετάγεται χωρίς να σκεφτεί. Βάζει τον εαυτό του σε μπελάδες, αλλά και σε κίνδυνο, παραγνωρίζοντας τις συνέπειες. Δεν ακολουθεί συχνά τους κανόνες, όχι γιατί επαναστατεί αλλά περισσότερο επειδή μάλλον τους έχει ξεχάσει. Είναι αξιαγάπητος, έξυπνος, λίγο μουρμούρης και μην του πεις να κάτσει να διαβάσει! Στο παρελθόν έχει χτυπήσει σοβαρά δύο φορές, καθώς έπαιζε.
Η Ελένη ένα συμπαθέστατο κορίτσι, πολύ φρόνιμη, δεν ενοχλεί κανέναν. Φέτος στην Α΄ Γυμνασίου δεν τα πάει καθόλου καλά με τα μαθήματα, ενώ στο δημοτικό δεν είχε δυσκολίες. Παίρνει πολύ χαμηλούς βαθμούς στα διαγωνίσματα, παρόλο που καθημερινά μελετά ατελείωτες ώρες. Οι καθηγητές τη χαρακτηρίζουν ονειροπόλα. Λένε ότι αφαιρείται, αλλά έχει πολλές δυνατότητες.
Δύο παιδιά με πολύ διαφορετική εικόνα, έχουν όμως κάτι κοινό;
Τι εννοούμε με τον όρο Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα;
Ο όρος Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) αναφέρεται σε παιδιά, αλλά και ενήλικες, που αντιμετωπίζουν σοβαρές συμπεριφορικές και γνωστικές δυσκολίες σε σημαντικούς τομείς της ζωής τους, όπως στις διαπροσωπικές σχέσεις, στο σχολείο, στην εργασία και στην οικογένεια εξαιτίας υπερβολικής κινητικής δραστηριότητας, προβλημάτων στη διατήρηση της συγκέντρωσης, της προσοχής και στον έλεγχο των παρορμήσεων.
Η διαταραχή θεωρείται ότι αποτελεί ένα σταθερό τρόπο συμπεριφοράς που εκδηλώνεται σε μικρή ηλικία και περιλαμβάνει την υπερκινητικότητα, την παρορμητικότητα και τη διάσπαση προσοχής. Στη βιβλιογραφία είναι μια από τις συχνότερες νευροαναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας.
Τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ, αν και ενοχλητικά, συχνά υποτιμώνται καθώς μοιάζουν συνηθισμένα για τα παιδιά σχολικής ηλικίας ή άλλοτε αποδίδονται σε οικογενειακούς και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Πόσο συχνή είναι η εμφάνισή της και ποιους αφορά;
Η συχνότητα της ΔΕΠ-Υ ποικίλει από 2% σε 17%. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στη διαφορετική διαγνωστική εκτίμηση ή σε πιθανές διαφορές στην έκφραση της συμπεριφοράς.
Τα αγόρια παρουσιάζουν συχνότερα τη διαταραχή σε σχέση με τα κορίτσια (3-4:1), αν και φαίνεται ότι τα κορίτσια δεν παραπέμπονται για αξιολόγηση λόγω των σιωπηλότερων συμπτωμάτων. Η κοινωνικο-οικονομική τάξη της οικογένειας δεν παίζει ρόλο.
Είναι τελικά το παιδί μου υπερκινητικό ή απλά ζωηρό;
Το όριο ανάμεσα στη ζωηράδα και την υπερκινητικότητα καθορίζεται από τις επιστημονικές, πολιτισμικές και κοινωνικές προκαταλήψεις. Όσο κυλά ο χρόνος φαίνεται ότι το όριο αυτό μετατοπίζεται σε βάρος της κανονικότητας. Η ΔΕΠ-Υ στις δυτικές χώρες διαγιγνώσκεται με ρυθμούς επιδημίας και αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει.
Ως μια διάγνωση που αφορά στη συμπεριφορά και όχι μία σωματική νόσος, τα παιδιά πρέπει να αξιολογούνται και να παρακολουθούνται από ειδικούς ψυχικής υγείας (παιδοψυχίατρο, παιδοψυχολόγο). Η αξιολόγηση περιλαμβάνει την εκτίμηση πολλών παραγόντων, βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών που αλληλεπιδρούν και προκαλούν προβλήματα στο παιδί.
Αρχικά προέχει η αναγνώριση των συμπτωμάτων της υπερκινητικής διαταραχής από γονείς και δασκάλους. Δίνονται ερωτηματολόγια και λίστες συμπτωμάτων που βοηθούν στο διαχωρισμό του προβλήματος από άλλες δυσκολίες.
Η φυσική εξέταση του παιδιού είναι απαραίτητη, για να αποκλεισθούν οργανικές ασθένειες. Με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων ζητούνται πληροφορίες από τους δασκάλους και γίνεται μαθησιακή και νοητική εκτίμηση.
Η αποτελεσματική αξιολόγηση στηρίζεται στη δημιουργία και διατήρηση στενής σχέσης συνεργασίας μεταξύ γονέων, δασκάλων και ειδικών ψυχικής υγείας. Η εξέλιξη του παιδιού περιορίζεται, αν οι γονείς δεν είναι συνεργάτες, δεδομένου ότι γνωρίζουν το παιδί τους καλύτερα από τον καθένα.
Ποιες είναι οι αιτίες;
Χωρίς να είναι ξεκάθαρος ο μηχανισμός που προκαλεί τη ΔΕΠΥ φαίνεται ότι νευρολογικοί και γενετικοί παράγοντες είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τη διαταραχή. Πολύ συχνά υπάρχουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον και άλλα άτομα με τη διαταραχή.
Ποια είναι τα σημάδια που θα πρέπει να κινητοποιήσουν τους γονείς;
Όλα τα παιδιά είναι κάποιες φορές απρόσεκτα και ζωηρά, καθώς τα ψηλά επίπεδα δραστηριότητας και τα σύντομα διαστήματα προσοχής είναι ένα φυσιολογικό κομμάτι της παιδικής ηλικίας για τα περισσότερα, ιδίως για τα μικρά.
Στη ΔΕΠ-Υ τα χαρακτηριστικά αυτά παρουσιάζονται με ακραίες μορφές, προκαλούν σοβαρά προβλήματα στο σπίτι και στο σχολείο, ταλαιπωρούν το παιδί από μικρή ηλικία και εμποδίζουν την καθημερινή του λειτουργικότητα.
Σε κάποια παιδιά η απροσεξία αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα, σε άλλα υπερισχύουν η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα, ενώ κάποια παιδιά μπορεί να έχουν όλη την τριάδα αυτών των συμπτωμάτων.
Τα παιδιά που έχουν ΔΕΠ-Υ χωρίς συμπτώματα υπερκινητικότητας δηλαδή τον Απρόσεκτο Τύπο μπορεί να μην γίνουν αντιληπτά, εξαιτίας της έλλειψης διαταρακτικής συμπεριφοράς. Συχνά ονειροπολούν, «χάνονται» και αρχίζουν να μας απασχολούν μόνο, όταν η σχολική επίδοση αρχίζει να πέφτει (βλ. Ελένη).
Πώς θα καταλάβω ότι το παιδί μου είναι απρόσεκτο;
Το παιδί μου είναι απρόσεκτο εάν κάνει λάθη απροσεξίας, έχει δυσκολία στη διατήρηση της προσοχής σε μια δραστηριότητα, μοιάζει σαν να μην ακούει, δεν μπορεί να ακολουθήσει οδηγίες, αποφεύγει εργασίες που απαιτούν νοητική προσπάθεια, έχει δυσκολία στην οργάνωση, χάνει σημαντικά πράγματα, διασπάται εύκολα και ξεχνάει καθημερινές δραστηριότητες.
Ποια είναι τα συμπτώματα της υπερκινητικότητας και της παρορμητικής συμπεριφοράς;
Ένα υπερκινητικό παιδί θα το βλέπετε συνεχώς να στριφογυρίζει στην καρέκλα του, να μην κάθεται σε μια μεριά, οι δάσκαλοι θα σας λένε ότι σηκώνεται από το θρανίο, θα τρέχει, θα σκαρφαλώνει υπερβολικά, δε θα μπορεί να παίξει ήσυχος, θα είναι σε κίνηση, σαν κουρδισμένος, θα μιλάει υπερβολικά, θα κάνει γενικά περισσότερη φασαρία από τους συνομήλικούς του.
Η παρορμητική συμπεριφορά εκδηλώνεται με τους πιο κάτω τρόπους:
Απαντάει πριν να ολοκληρωθεί η ερώτηση, δεν περιμένει τη σειρά του, διακόπτει τους άλλους και δεν έχει καθόλου υπομονή.
Σε σχέση με την ανάπτυξη παρουσιάζονται άλλες δυσκολίες;
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, συχνά παρουσιάζουν αναπτυξιακή καθυστέρηση σε διάφορους τομείς. Η κατάκτηση του λόγου καθυστερεί, ο οπτικο-κινητικός συντονισμός είναι φτωχός, η γραφή είναι δυσανάγνωστη και η ικανότητα διαβάσματος υπολείπεται από την αναμενόμενη, σύμφωνα με τη χρονολογική ηλικία.
Είναι γνωστό ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν χαμηλή σχολική απόδοση. Επίσης τα παιδιά με μαθησιακά προβλήματα παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά ΔΕΠ-Υ. Τέλος, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εγκατάλειψης του σχολείου.
Πώς αισθάνονται τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ;
Συναισθηματικά το παιδί με ΔΕΠ-Υ μπορεί να βιώνει απόρριψη και παρουσιάζει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ορισμένα παιδιά δείχνουν καταθλιπτικά συμπτώματα που αποδίδονται στο βίωμα της προσωπικής αποτυχίας.
Παιδιά στα οποία δεν έχει διαγνωσθεί η διαταραχή ή δεν έχουν θεραπευτική αντιμετώπιση εισπράττουν μόνιμα μια αρνητική εικόνα του εαυτού τους. Τιμωρούνται ή τα μαλώνουν για πράγματα τα οποία δεν μπορούν να αποφύγουν να κάνουν. Ακούνε συνέχεια να τους λένε: «κάθισε κάτω», «μη διακόπτεις», «μην το κάνεις αυτό», «περίμενε τη σειρά σου», « μη συμπεριφέρεσαι άσχημα», «είσαι κακό παιδί», «είσαι τεμπέλης». Εσείς πώς θα νοιώθατε ακούγοντας αυτά;
Είναι απαραίτητη η διάγνωση και η αντιμετώπιση;
Η ΔΕΠ-Υ έχει σοβαρό αντίκτυπο στην υγεία, στην προσαρμογή και στην ποιότητα ζωής των παιδιών. Τα άτομα με ΔΕΠ-Υ είναι πολύ πιθανόν να έχουν χαμηλή σχολική επίδοση και ακαδημαϊκή εξέλιξη, προκλητική συμπεριφορά και επιθετικότητα και συναισθηματικές δυσκολίες. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για ατυχήματα, κατάχρηση ουσιών, παραβατική συμπεριφορά με πολλαπλές επιπτώσεις στην οικογενειακή ζωή. Παράλληλα η διαταραχή οδηγεί σε δυσκολίες προσαρμογής στις απαιτήσεις της ενηλικίωσης, σε μειωμένη επαγγελματική παραγωγικότητα, περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές και δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις. Για αυτούς όλους τους λόγους είναι απαραίτητη η παρέμβαση.
Πώς αντιμετωπίζουμε τη ΔΕΠ-Υ;
Η θεραπευτική προσέγγιση απευθύνεται τόσο στο περιβάλλον (γονείς, δασκάλους) όσο και στο ίδιο το παιδί.
Η συμβουλευτική γονέων έχει ως σκοπό να τους πληροφορήσει και να τους βοηθήσει να βρουν τρόπους, για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας με το υπερκινητικό παιδί.
Το παιδί με ΔΕΠ-Υ πρέπει να βοηθηθεί να αναγνωρίσει τις προσωπικές του ικανότητες και να τις ενισχύσει. Όσο οι ικανότητες βελτιώνονται τόσο θα αυξάνεται η αυτοεκτίμηση. Θα πρέπει να επιβραβεύεται, όταν συμπεριφέρεται σωστά ή όταν προσπαθεί να ακολουθήσει τις συμβουλές.
Το παρορμητικό παιδί μπορεί επίσης να βοηθηθεί, αν οι ενήλικοι είναι λιγότερο παρορμητικοί στις αντιδράσεις τους απέναντι στη συμπεριφορά του.
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δεν είναι ανίκανα, απλώς οτιδήποτε κάνουν είναι πιο δύσκολο για αυτά. Όσο η αυτοεκτίμησή τους αυξάνεται τόσο μπορούν να προσπαθούν περισσότερο.
Αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη της διαταραχής είναι η καταλληλότητα του εκπαιδευτικού πλαισίου. Ένα σταθερό, δομημένο, αλλά ευέλικτο εκπαιδευτικό πλαίσιο, με ατομική προσέγγιση για το κάθε παιδί, προσφέρει δυνατότητες βελτίωσης της συμπτωματολογίας και αποφυγής της σχολικής αποτυχίας.
Προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς, στηριζόμενα στη συμπεριφερολογική θεωρία, μπορούν να γίνουν στο σπίτι αλλά και στο σχολείο.
Ταυτόχρονα, με τις πιο πάνω παρεμβάσεις προτείνεται και φαρμακευτική θεραπεία με πολύ καλά αποτελέσματα στη μείωση των συμπτωμάτων.
Συμπερασματικά
Η ΔΕΠ-Υ είναι μια σχετικά συχνή νευροαναπτυξιακή διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή των παιδιών και των οικογενειών τους. Η κλινική εκτίμηση του παιδιού και η λήψη πληροφοριών από τους γονείς και τους δασκάλους είναι απαραίτητες, για να τεθεί η διάγνωση. Η αντιμετώπιση των παιδιών με ΔΕΠ-Υ απαιτεί τη συμμετοχή του περιβάλλοντος κυρίως με θετική επιβράβευση και αδιαφορία για την διαταρακτική συμπεριφορά.
Η συντονισμένη προσπάθεια των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας, των παιδιών και των ενηλίκων που τα φροντίζουν μπορεί να αποτρέψει τις καταστρεπτικές συνέπειες της διαταραχής στην παιδική ηλικία και αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Είναι πολύ σημαντικό επίσης ο παιδίατρος να αναγνωρίζει ορισμένα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ, να κατευθύνει τους γονείς να αναζητήσουν βοήθεια, αλλά και να συνεργάζεται με τους ειδικούς ψυχικής υγείας στην αντιμετώπισή της.