Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας το 15% περίπου των ζευγαριών θα πάσχει από κάποιο πρόβλημα υπογονιμότητας και το ποσοστό αυτό μπορεί να μην έχει εκτιμηθεί σωστά καθώς περιλαμβάνει μόνο τα ζευγάρια εκείνα που αναζητούν ιατρική βοήθεια για το πρόβλημά τους.
Η ψυχολογική πίεση για το υπογόνιμο ζευγάρι είναι άλλος ένας σημαντικός αγχωτικός παράγοντας της καθημερινότητας με αποτέλεσμα την επιβάρυνση στην επαγγελματική, κοινωνική και διαπροσωπική ζωή.
Σε μεγάλο ποσοστό η υπογονιμότητα είναι συνδυασμός ανδρικών και γυναικείων παραγόντων, και γι’ αυτό τα περισσότερα ζευγάρια πρέπει να θεωρούν την υπογονιμότητα σαν ένα πρόβλημα και των δύο, αντιμετωπίζοντάς την σαν ζευγάρι και όχι ως μονάδες, το οποίο εμπεριέχει τον κίνδυνο της απόρριψης οδηγούμενοι έτσι σε ενοχικές συμπεριφορές.
Σήμερα αφενός η υπογονιμότητα αυξάνεται αφετέρου η εξέλιξη της ιατρικής και οι γνώσεις της διερεύνησης και θεραπείας της υπογονιμότητας προχωρούν ραγδαία βοηθώντας πολλά ζευγάρια να τεκνοποιήσουν.
Ποιός είναι ο ορισμός της υπογονιμότητας;
Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αποτυχία σύλληψης μετά από 12 μήνες σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισύλληψη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, η υπογονιμότητα αποτελεί πάθηση, η οποία χρήζει ιατρικής αντιμετώπισης.
Η υπογονιμότητα διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Στην πρωτοπαθή δεν έχει επιτευχθεί σύλληψη στο παρελθόν ενώ στη δευτεροπαθή έχει επιτευχθεί σύλληψη.
Ποιοι είναι οι λόγοι της υπογονιμότητας;
Στο 40% των περιπτώσεων ανευρίσκεται γυναικείος παράγοντας, στο 40% υπάρχει ανδρικός παράγοντας και στο 20% η υπογονιμότητα είναι ανεξήγητη. Φυσικά, σε μεγάλο ποσοστό η υπογονιμότητα είναι συνδυασμός ανδρικών και γυναικείων παραγόντων.
Ανδρική υπογονιμότητα
Γυναικεία υπογονιμότητα:
Πότε να αρχίσουμε να κάνουμε εξετάσεις για να δούμε τι φταίει;
Σε ηλικίες κάτω των 35-37 χρονών πρέπον είναι να δοθεί χρόνος στην φυσική προσπάθεια σύλληψης και αποφυγή εξετάσεων που δυνητικά θα δώσουν άγχος και έξοδα. Πρέπει το ζευγάρι να γνωρίζει ότι η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης σε έναν εμμηνορρυσιακό κύκλο όταν δεν υπάρχει πρόβλημα γονιμότητας είναι περίπου 20%. Αυτό το ποσοστό ανεβαίνει περίπου στα 84% στον χρόνο και στο περίπου στο 95% στα δύο χρόνια. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις συνίσταται έναρξη της διερεύνησης μετά τον ένα χρόνο. Αντίθετα, σε πιο μεγάλες ηλικίες ή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει στο ιστορικό του ζευγαριού παράγοντας όπου μπορεί να είναι πιθανός υπαίτιος για υπογονιμότητα τότε η διερεύνηση ξεκινάει πολύ νωρίς.
Τι εξετάσεις θα πρέπει να κάνουμε;
Επιλογή γιατρού:
Για να έχει επιτυχία η θεραπεία υπογονιμότητας, είναι πολύ βασικό να έχεις δίπλα σου τον κατάλληλο εξειδικευμένο γυναικολόγο και κατ’ επέκταση, όπου χρειάζεται, ένα άρτια εξοπλισμένο κέντρο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Χρειάζεσαι έναν γιατρό με την σωστή εξειδίκευση και με εμπειρία. Πρέπει να είναι κάποιος που να εμπιστεύεσαι και που πραγματικά μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στους στόχους σου, να έχει κατανόηση, να σε ηρεμεί και να σε καταλαβαίνει. Επίσης, θα πρέπει να διαβάσεις προηγούμενες αξιολογήσεις από άλλα ζευγάρια που εμπιστεύτηκαν τον ίδιο γιατρό πριν από εσένα και να μάθεις τι εντυπώσεις και τι αποτελέσματα είχαν. Λόγω της ψυχολογικής πίεσης που πιθανόν να υπάρχει, κυρίως στην γυναίκα, ο γιατρός καλείται να έχει προσέγγιση και από ψυχολογικής γωνιάς και είναι απαραίτητο να υπάρχει συνεργασία με εξειδικευμένο ψυχολόγο για εκείνα τα περιστατικά που θα κρίνεται απαραίτητο.
Εξετάσεις:
Η ηλικία της γυναίκας αποτελεί βασικό προγνωστικό παράγοντα γονιμότητας. Καθώς αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, η πιθανότητα εγκυμοσύνης μειώνεται, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 35 ετών. Μετά τα 40, οι πιθανότητες μειώνονται σοβαρά και στα 45 έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί. Αντίστοιχα, και η ηλικία του άνδρα επηρεάζει τη γονιμότητα του ζευγαριού, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 40 ετών.
Δεν υπάρχει μία εξέταση που από μόνη της μπορεί να υπολογίσει ή να εκτιμήσει την αναπαραγωγική ικανότητα ενός ζευγαριού. Ο θεράπων ιατρός θα σας συστήσει μια σειρά εξετάσεων, οι οποίες θα βοηθήσουν στην εκτίμηση της αναπαραγωγικής ικανότητάς σας.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις χρησιμεύουν στον εντοπισμό των πιθανών αιτίων της υπογονιμότητας και πρέπει πάντα να αξιολογούνται στα πλαίσια μιας ευρύτερης κλινικής αξιολόγησης του ζευγαριού. Πέραν κάποιων εξειδικευμένων εξετάσεων, η βασική διερεύνηση συμπεριλαμβάνει:
Στον άντρα:
Στην γυναίκα:
Τι θεραπευτικές επιλογές έχουμε σαν ζευγάρι;
Τα περισσότερα ζευγάρια γνωρίζουν για τις επιλογές που τους προσφέρονται καθώς και για τις πιθανότητες επιτυχίας των θεραπειών υπογονιμότητας από τα ΜΜΕ. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει η σωστή διάγνωση και κατ’ επέκταση σωστή θεραπεία για αποφυγή αχρείαστου στρες και κόστους. Η θεραπεία πρέπει να είναι εξατομικευμένη και προσαρμοσμένη στο ζευγάρι το οποίο έχει βασικό ρόλο στην απόφαση εφόσον έχει τη σωστή ενημέρωση από το γιατρό για τις επιλογές με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μιας από αυτήν (ασθενοκεντρική προσέγγιση).
Συμβουλευτική́:
Θεραπευτική - Υποβοηθούμενη:
Ποια είναι τα ποσοστά επιτυχίας;
Εδώ χρειάζεται πολύ προσοχή. Το κάθε ζευγάρι έχει τα δικά του δεδομένα και κατ’ επέκταση το δικό του ποσοστό επιτυχίας. Οπότε είναι άδικο αλλά και επί το πλείστον αναπόφευκτο να γενικεύουμε την αποτυχία-επιτυχία. Για παράδειγμα, διαφορετικό ποσοστό επιτυχίας εξωσωματικής γονιμοποίησης έχει ζευγάρι όπου η γυναίκα έχει κλειστές σάλπιγγες σε σύγκριση με αυτήν όπου έχει ενδομητρίωση παρόλο ότι έχουνε την ίδια ηλικία.
Επιπλέον, προσοχή χρειάζεται στο πώς μεταφράζεται η επιτυχία, στο θετικό τεστ εγκυμοσύνης, στο να υπάρξει έμβρυο στον υπέρηχο ή στο να γεννηθεί μωρό υγιές σε 9 μήνες; Σίγουρα το τελευταίο είναι αυτό που έχει σημασία και όπως αναμένεται το ποσοστό επιτυχίας είναι πιο λίγο από το να υπάρξει θετικό τεστ.
Σε παγκόσμια δεδομένα και σε γενικές γραμμές η πιθανότητα γέννησης υγιούς τέκνου μετά από θεραπεία ενδομήτριας σπερματέγχυσης είναι περίπου στα 10-15% και μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση κοντά στα 50%.
Τί είναι η κρυοσυντήρηση (πάγωμα) ωαρίων, σπέρματος, εμβρύου;
Η κρυοσυντήρηση, είναι μια ραγδαίως αναπτυσσόμενη εξέλιξη της τεχνολογίας στην οποία η γονιμότητα μπορεί να διαφυλαχτεί για το μέλλον. Το σπέρμα μπορεί να κρυοσυντηρηθεί είτε για δωρεά είτε γιατί υπάρχει ανησυχία ότι ο άντρας θα έχει ποιοτικά υποδεέστερο σπέρμα στο μέλλον. Τα ωάρια μπορούν να φυλαχθούν σε γυναίκες που για σκοπούς εκπαίδευσης είτε επαγγελματικής σταδιοδρομίας επιθυμούν να αναβάλλουν την τεκνοποίηση. Επίσης η δυνατότητα αυτή γίνεται σε γυναίκες όπου λόγω ασθένειας, θεραπείας καρκίνου ή με οικογενειακό ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί ή να χάσουν τη γονιμότητά τους. Έμβρυα μπορούν να φυλαχθούν όταν υπάρχουν περίσσεια μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση ή για τους πιο πάνω λόγους όταν υπάρχει σπέρμα για να χρησιμοποιηθεί.
Mηνύματα:
Η υπογονιμότητα είναι μία σύγχρονη επιδημία η οποία συμβάλλει στο αυξανόμενο στρες που έχει πλέον η καθημερινότητά μας. Όμως με τις σύγχρονες μεθόδους μπορούμε να ισορροπήσουμε τη συχνότητα αυτού του προβλήματος.
Δυστυχώς σε χώρες όπως και η Κύπρος, όπου από την μια (σε μεγάλο βαθμό), λόγω νοοτροπίας τόσο του ασθενή από τη μια και του γιατρού από την άλλη, το ότι δεν υπάρχουν ή δεν ακολουθούνται πρωτόκολλα και κατευθυντήριες γραμμές προτρέχουμε στην γρήγορη διερεύνηση και θεραπεία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ένας σεβαστός αριθμός ασθενών μετά από την απόκτηση του πρώτου παιδιού με θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής καταφέρνουν φυσιολογική εγκυμοσύνη. Η υπερβολική διερεύνηση και θεραπεία τείνει να αυξάνει το άγχος αλλά και το οικονομικό κόστος.
Πιστεύω ότι η εξισορρόπηση γίνεται με τη σωστή ενημέρωση του ασθενή όπου καλείται σήμερα να γνωρίζει τις επιλογές του και να εκπαιδεύεται από τον εξειδικευμένο γιατρό και λιγότερο από τα ΜΜΕ ούτως ώστε να παίρνει μια συνειδητή απόφαση. Έτσι θα ισχύσει το: η σωστή θεραπεία, από το σωστό γιατρό, στο σωστό ασθενή, με το σωστό τρόπο και τη σωστή στιγμή.