Το φαινόμενο της παραγέμισης των απογευμάτων μικρών και μεγαλύτερων παιδιών με παντός είδους εξωσχολικές δραστηριότητες είναι μέρος της καθημερινότητας ολοένα και περισσότερων οικογενειών σήμερα στην Κύπρο.
Η εικόνα κατάκοπων, υπερφορτωμένων και υπερφορτισμένων παιδιών που κυκλοφορούν σαν ζόμπι από τη μια αίθουσα διδασκαλίας στην άλλη με τη συνοδεία και την αρωγή αγχωμένων, καταϊδρωμένων και καταξοδιασμένων γονιών που οδηγούν σαν μανιακοί στους δρόμους από φροντιστήριο σε φροντιστήριο έχει γίνει τόσο συνηθισμένη που πλέον περνάει απαρατήρητη. Οι θυσίες αυτές γίνονται συχνά στο όνομα της ανάγκης για προσφορά πολλών και πολλαπλών ερεθισμάτων στα νεαρά βλαστάρια με την ευχή ή την πεποίθηση των γονιών ότι αυτά τα ερεθίσματα θα αντικατοπτριστούν στην επίδοσή των παιδιών τους στο σχολείο, τις μετέπειτα ευκαιρίες που έχουν για εισδοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τις διάφορες επαγγελματικές και κοινωνικές επιλογές που θεωρούν και προσεύχονται οι γονείς ότι θα τους διανοιχτούν.
Η παρούσα εισήγηση έχει σα στόχο να μας κάνει να βάλουμε ένα ερωτηματικό σε αυτή τη λογική και να εξετάσουμε για λίγο βαθύτερες συνέπειες και πτυχές του ζητήματος που αφορά τα, συχνά αυτονόητα, ‘ιδιαίτερα’. Κατά συνέπεια, στόχος δεν είναι να δοθεί μια κανονιστική απάντηση του τύπου ‘σωστό’ ή ‘λάθος’ ή ‘υπέρ’ και ‘κατά’ όπως ούτε και να συζητηθούν τα φροντιστήρια που γίνονται για σκοπούς ακαδημαϊκής στήριξης ενός παιδιού λόγω δυσκολιών στην επίδοση. Εδώ θα επιχειρήσω να αγγίξω προεκτάσεις των «ιδιαιτέρων», αναφερόμενη στις πληρωμένες οργανωμένες απογευματινές δραστηριότητες των παιδιών που δεν αποσκοπούν στη αντιμετώπιση ακαδημαϊκών δυσκολιών, μέσα από την κατάθεση προβληματισμών για το όλο θέμα, προεκτείνοντας την ερώτηση του τίτλου κατά δύο υπο-ερωτήματα: γιατί και για ποιους, συζητώντας α) τη συμβολή μας ως κοινωνία και πολιτεία σε ένα φαινόμενο διαρκούς ανταγωνισμού που στηρίζεται στη βάση ατομικιστικών ιδεών και που αντανακλάται στο φαινόμενο των ιδιαιτέρων και β) τα δικαιώματα του παιδιού μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο.
Τρεχάλα για τις απογευματινές δραστηριότητες: για ποιο σκοπό;
Θα ξεκινήσω τη συζήτηση του πρώτου υπο-ερωτήματος με τη θέση πως ο τρόπος με τον οποίο σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνία την έννοια της προσωπικής επιτυχίας αναπόφευκτα μας οδηγεί σε μια διαρκή τρεχάλα για τα ιδιαίτερα. Στο σημερινό πλαίσιο του δυτικού κόσμου η έννοια της προσωπικής επιτυχίας έχει ταυτιστεί με την επαγγελματική αποκατάσταση η οποία επιφέρει σημαντικά υλικά, κυρίως χρηματικά, και μη-υλικά αγαθά, όπως κοινωνικό γόητρο και διασυνδέσεις. Παραδοσιακά τέτοια αγαθά έχουν συσχετιστεί με απασχόληση διοικητικής ή επαγγελματικής φύσης, τα λεγόμενα επαγγέλματα ‘λευκού κολλάρου’, τα οποία με τη σειρά τους έχουν ιστορικά συνδεθεί με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επιτυχής, λοιπόν, θεωρείται ο άντρας ή η γυναίκα που είναι επαγγελματικά αποκαταστημένος/η, ήτοι ασκεί επάγγελμα υψηλού κοινωνικού γοήτρου και τέτοιων οικονομικών απολαβών που του/της επιτρέπουν να έχει τουλάχιστον μία ιδιόκτητη κατοικία αρκετών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων και ένα ιδιωτικό όχημα αξίας πολλών χιλιάδων ευρώ. Αυτό σε αντίθεση με, για παράδειγμα, μια άλλη εννοιολόγηση της προσωπικής επιτυχίας που θα έδινε προτεραιότητα στη διαμόρφωση υγιών ανθρώπινων σχέσεων με το/τη σύντροφο, την οικογένεια και άλλα μέλη του κοινωνικού περίγυρου, ή την επιδίωξη εσωτερικής πληρότητας μέσα από τη διαρκή ολόπλευρη ανάπτυξη του εαυτού.
Όλα αυτά συμβαίνουν παράλληλα με τη συρρίκνωση του ρόλου της εκπαίδευσης ολοένα και περισσότερο στην εξυπηρέτηση των αναγκών της αγοράς εργασίας, ροπή που καλλιεργεί ένα αυξανόμενα ανταγωνιστικό πλαίσιο όπου η επίδοση της κάθε μαθήτριας στο σχολείο μετριέται όχι σε σχέση με τον εαυτό της, και άρα με βάση την προσωπική της ανάπτυξη, ρυθμό και ενδιαφέροντα, αλλά συγκριτικά, δηλαδή σε σχέση με την επίδοση των άλλων. Αυτό πλαισιώνει και πλαισιώνεται από μια λογική που καλλιεργείται μέσα από τον τρόπο που είναι δομημένο ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, από τη χαμηλότερη μέχρι την ανώτατη βαθμίδα, του τύπου ‘ο θάνατός σου, η ζωή μου’ που τελικά οδηγεί γονείς και παιδιά να προσφεύγουν χρησιμοθηρικά στην ιδιωτική αγορά εκπαίδευσης (συγκεκριμένων πλευρών) του εαυτού. Οι γονείς, λοιπόν, συχνά βιώνουν την πίεση να παίξουν αυτό το παιχνίδι, ξοδεύοντας υπέρογκα ποσά σε οργανωμένες απογευματινές δραστηριότητες, με βαρύ οικογενειακό και προσωπικό κόστος για αυτούς και το παιδί τους, συντηρώντας μια βιομηχανία παραπαιδείας από φόβο μήπως το παιδί τους δεν καταστεί αρκετά ανταγωνιστικό για να μπορέσει να διεκδικήσει το μεσοαστικό όνειρο. Είναι, όμως, πλέον εμφανές ότι η επένδυση σε ακαδημαϊκά προσόντα καθόλου δεν εγγυάται την επίτευξη αυτού του τύπου επιτυχίας που περιέγραψα πιο πάνω. Μια απλή ματιά στα στατιστικά στοιχεία και το προφίλ των νέων ανέργων, πολλοί από αυτούς πτυχιούχοι, είναι αρκετή για να πείσει δια του λόγου το αληθές.
Την ίδια στιγμή, η πολιτεία σφυρίζει αδιάφορα τόσο για το ρόλο της υποχρεωτικής αλλά και της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης στη δημιουργία και συντήρηση του φαινομένου των ιδιαιτέρων μέσα από την προώθηση του ανταγωνιστικού και ατομικιστικού μοντέλου εκπαίδευσης, που φυσικά δεν είναι ξεκομμένο από ευρύτερες πολιτισμικές αντιλήψεις για το πρότυπο επιτυχίας αλλά και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η αγορά εργασίας. Αγνοώντας τις κοινωνικές επιπτώσεις που έχουν να κάνουν με τη δημιουργία μιας νέας τάξης ανέργων, τον παραγκωνισμό των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών για χάριν των θετικών, τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό πολλών οικογενειών οι οποίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στους όρους αυτού του παιχνιδιού, την αποποίηση των ευθυνών της πολιτείας για την προσφορά και προστασία της παιδείας ως δημόσιου αγαθού, τη δημιουργία μιας ατομικιστικής κοινωνίας και το ψυχολογικό κόστος πάνω σε μια ολόκληρη γενιά παιδιών που από πολύ νωρίς τρέχουν ακατάπαυστα για να ‘εκπαιδευτούν’. Ο Νηλ, ένας παιδοκεντρικός παιδαγωγός, κάποτε είχε πει ότι «Προτιμά ένα σχολείο που βγάζει ευτυχισμένους σκουπιδιάρηδες από ένα άλλο που βγάζει νευρωτικούς σοφούς». Αλήθεια, σε ποιο βαθμό έχουμε συλλογικά ως γονείς, πολιτεία, κοινωνικοί φορείς και εκπαιδευτική κοινότητα, προβληματιστεί και συν-διαλεγεί σήμερα σχετικά με το όραμά μας για το τι είδους κοινωνία θέλουμε να έχουμε αύριο, τι είδους πολίτες θέλουμε να γίνουν τα παιδιά μας και πώς καλύτερα μπορούμε να επιτύχουμε αυτό;
Τρεχάλα για τις απογευματινές δραστηριότητες: ποιος αποφασίζει;
Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να θέσω σχετίζεται με το ζήτημα των δικαιωμάτων του παιδιού να έχει κάποιο σημαντικό έλεγχο του ‘ελεύθερου’ χρόνου του, δεδομένης της καθημερινής και πολύχρονης υποχρεωτικής ιδρυματοποίησής του. Σε ένα κόσμο φτιαγμένο από τους ενήλικες για τους ενήλικες τα παιδιά στερούνται των δικαιωμάτων τους ως πολίτες, στη βάση της υποτιθέμενης αδυναμίας τους για λογικό συλλογισμό και σκέψη. Έτσι, τα παιδιά πολλές φορές δεν έχουν λόγο σε αποφάσεις που είναι καθοριστικής σημασίας για τη ζωή τους, όπως είναι, για παράδειγμα, το πού θα ζήσουν και με ποιους στην περίπτωση ενός διαζυγίου ή σε ενδεχόμενο μετανάστευσης της οικογένειας. Κατά αντίστοιχο τρόπο, συχνά τα παιδιά δεν ερωτούνται, ή αν ερωτούνται δεν έχουν τον τελευταίο λόγο, ούτε και για λιγότερο περίπλοκα θέματα που αφορούν το πώς θα περάσουν τον απογευματινό και ελεύθερο τους χρόνο, ο τελευταίος εκ των οποίων συνήθως συρρικνώνεται δραματικά ενόψει παραγεμίσματος του πρώτου. Με άλλα λόγια, είναι λίγες οι φορές που τα παιδιά αφήνονται να αποφασίσουν για τον εαυτό τους για το κατά πόσον, με τι, πότε, πού, με ποιους, σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο θα ήθελαν να απασχοληθούν με κάποια εξωσχολική δραστηριότητα. Αποφάσεις για τα πιο πάνω κατά κανόνα παίρνουν οι γονείς με γνώμονα προσωπικά τους ενδιαφέροντα ή περιορισμούς (ιδιαίτερα όταν εργάζονται μέχρι αργά το απόγευμα ή το βράδυ χωρίς πουθενά να αφήσουν τα παιδιά τους και εν τη απουσία οποιασδήποτε κρατικής μέριμνας για τη στήριξη του θεσμού της οικογένειας), ή στη βάση πεποιθήσεών τους για το τι αρέσει ή τι θα ωφελούσε το παιδί τους.
Τελικά, τι νόημα έχει αυτή η τρεχάλα;
Ανακεφαλαιώνοντας, ο στόχος αυτής της εισήγησης δεν ήταν να δώσει καταληκτικές απαντήσεις για το κατά πόσον, πόσες και ποιες απογευματινές δραστηριότητες θα έπρεπε να ακολουθούν τα παιδιά. Αλλά, αντίθετα, αποσκοπούσε στο να δημιουργήσει ερωτηματικά γύρω από το φαινόμενο της αυξανόμενης ενασχόλησης με απογευματινές δραστηριότητες με στόχο τον προβληματισμό γύρω από το νόημα που μια τέτοια τρεχάλα μπορεί να έχει. Αυτό προσεγγίζεται μέσα από μια πολιτισμική εξέταση της σκοπιμότητας των απογευματινών δραστηριοτήτων στο σημερινό κοινωνικο-εκπαιδευτικό πλαίσιο και του ρόλου του παιδιού στη διαδικασία επιλογής τους. Η απόφαση για το ποια ιδιαίτερα, πόσα και πότε φυσικά παραμένει ατομική, στα πλαίσια της κάθε οικογένειας—τα ζητήματα όμως που την περιβάλλουν είναι κατ΄ εξοχήν κοινωνικά και ως τέτοια θα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε.