Με τον όρο μηνιγγίτιδα εννοούμε την φλεγμονή που προσβάλλει τις μήνιγγες, τις μεμβράνες δηλαδή που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό (κεντρικό νευρικό σύστημα), καθώς και το υγρό που κυκλοφορεί ανάμεσα τους και ονομάζεται εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Η σοβαρότητα στην εκδήλωση των συμπτωμάτων και στην πορεία της ασθένειας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το παθογόνο αίτιο που συνήθως είναι είτε κάποιος ιός είτε κάποιο βακτήριο (μικρόβιο). Έτσι στην περίπτωση της οξείας βακτηριακής μηνιγγίτιδας όπου το αίτιο είναι ένα μικρόβιο όπως πχ ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος ή ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας έχουμε μια ιδιαίτερα βαριά και δυνητικά θανατηφόρο πάθηση ενώ αντίθετα στην περίπτωση της ιογενούς μηνιγγίτιδας που οφείλεται σε ιούς η νόσος είναι ηπιότερη και η πρόγνωση γενικά πολύ καλή.
Το ενθαρρυντικό στοιχείο και που πρέπει να τονιστεί από την αρχή είναι πως αφενός η πλειοψηφία των περιστατικών αφορά μηνιγγίτιδα ιογενούς αιτιολογίας ενώ για ένα πολύ σημαντικό αριθμό περιπτώσεων τόσο μικροβιακής όσο και ιογενούς προέλευσης υπάρχει σήμερα η δυνατότητα επαρκούς πρόληψης με ασφαλή εμβόλια. Η έγκαιρη δε αναγνώριση και η πρώιμη έναρξη της κατάλληλης θεραπείας, ακόμα και για τις πιο επικίνδυνες μορφές της νόσου, αποβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις ευεργετική ως προς την τελική έκβαση.
Ιογενής μηνιγγίτιδα
Τα συνηθέστερα αίτια ιογενούς μηνιγγίτιδας στα παιδιά είναι οι εντεροϊοί (> 60%) και ιδιαίτερα οι ιοί Echo και Coxsackie ενώ ενοχοποιούνται και αρκετοί τύποι άλλων ιών όπως οι ερπητοϊοί (όπου κατατάσσονται ο ιός της ανεμευλογιάς-έρπητα ζωστήρα και του απλού έρπητα), οι αδενοϊοί, ο ιός της παρωτίτιδας (το συχνότερο αίτιο ιογενούς μηνιγγίτιδας προ της εφαρμογής του μαζικού εμβολιασμού), της ιλαράς, της ερυθράς, του AIDS, οι αρμποϊοί (όπως ο ιός του Δυτικού Νείλου) και πολλοί άλλοι.
Η ασθένεια αυτή έχει παγκόσμια κατανομή και παρά το γεγονός ότι προσβάλλει όλες τις ηλικίες παρατηρείται με μεγαλύτερη συχνότητα σε βρέφη μικρότερα του έτους και παιδιά 5-10 ετών. Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι η ετήσια επίπτωση της ανέρχεται περίπου σε 220 περιπτώσεις ανά 100,000 βρέφη<1 έτους και 30 περιστατικά ανά 100,000 παιδιών <14 ετών. Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι προκαλεί περίπου 35,000 νοσηλείες κάθε χρόνο. Φαίνεται να υπάρχει και εποχιακή κατανομή με τα περισσότερα κρούσματα από εντεροϊούς να επισυμβαίνουν στο τέλος του καλοκαιριού και αρχές του φθινοπώρου ενώ από αδενοϊούς την άνοιξη και από τον ιό της παρωτίτιδας τον χειμώνα. Συνολικά η μεγαλύτερη επίπτωση ιογενούς μηνιγγίτιδας εκδηλώνεται την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Η κλινική εικόνα ποικίλλει και εξαρτάται από τον τύπο του ιού που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα καθώς και την ηλικία. Εξάλλου ο ίδιος ιός προτού προκαλέσει εκδηλώσεις ερεθισμού των μηνίγγων μπορεί να έχει ήδη επιφέρει διάφορα μη ειδικά συμπτώματα ή εκδηλώσεις από άλλα συστήματα όπως το αναπνευστικό και το γαστρεντερικό ή και να έχει προκαλέσει την τυπική εμφάνιση μιας καλά γνωστής και εύκολα αναγνωρίσιμης ασθένειας όπως είναι η ιλαρά και η ανεμευλογιά.
Στη λοίμωξη από εντεροϊούς παρατηρείται συνήθως αιφνίδια εκδήλωση της νόσου με πυρετό, εμέτους, διάρροια, βήχα, ρινική καταρροή, ανορεξία, πόνους στους μυς και στις αρθρώσεις που αφορούν τις λεγόμενες μη ειδικές εκδηλώσεις. Στη συνέχεια εμφανίζονται ΄΄μηνιγγικά΄΄ συμπτώματα όπως είναι ο έντονος πονοκέφαλος, η φωτοφοβία, η υπνηλία ή ανησυχία και ευερεθιστότητα, έμετοι και αυχενική δυσκαμψία (πόνος στην κάμψη του αυχένα). Πολύ συχνή είναι και η παρουσία εξανθήματος που προσβάλλει τόσο το πρόσωπο όσο και τον κορμό και τα άκρα. Στα βρέφη προεξάρχουν πέραν του πυρετού και των εμέτων, η νωθρότητα ή το έντονο κλάμα και η μειωμένη όρεξη.
Οι λοιμογόνοι αυτοί παράγοντες αφού εγκατασταθούν αρχικά στους βλεννογόνους του αναπνευστικού και γαστρεντερικού συστήματος (μύτη, στόμα, έντερο) πολλαπλασιάζονται στους τοπικούς λεμφαδένες και στην συνέχεια αφού περάσουν στο αίμα (πρωτοπαθής ιαιμία) μεταφέρονται σε διάφορα όργανα (πχ ήπαρ, σπλήνα). Εκεί επαναπολλαπλασιάζονται και μέσω της κυκλοφορίας του αίματος (δευτεροπαθής ιαιμία) φτάνουν στις μήνιγγες και τον εγκέφαλο προκαλώντας τα συμπτώματα του ερεθισμού του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Καλά γνωστές, σοβαρές αλλά ευτυχώς σπάνιες επιπλοκές της ιογενούς μηνιγγίτιδας αποτελούν βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως το σύνδρομο Guillain-Barre, η εγκάρσια μυελίτιδα, η ημιπληγία και η παρεγκεφαλιδική αταξία.
Η μετάδοση εξαρτάται από τον λοιμογόνο παράγοντα και συνήθως γίνεται με την επαφή χεριών-στόματος, μέσω των εκκρίσεων του αναπνευστικού και μέσω των κοπράνων (εντεροιοί, αδενοιοί, ιός παρωτίτιδας). Στην περίπτωση των αρμποιών η μετάδοση μπορεί να γίνει από τσιμπήματα κουνουπιών ενώ στην περίπτωση του απλού έρπητα μπορεί να έχουμε άμεση μετάδοση του ιού σε ένα νεογνό κατά τον τοκετό (ιδιαίτερα όταν η μητέρα νοσήσει για πρώτη φορά και έχει τοπικές βλάβες στην περιγεννητική περιοχή).
Ο χρόνος επώασης, το διάστημα δηλαδή από την μετάδοση του ιού μέχρι την εκδήλωση της νόσου καθώς και η περίοδος της μεταδοτικότητας σε άλλα άτομα επίσης ποικίλλουν ανάλογα με το αίτιο. Για τους εντεροϊούς γνωρίζουμε ότι απαιτούνται συνήθως 3-6 ημέρες ως χρόνος επώασης ενώ αποβάλλονται και επομένως μεταδίδονται για 2-3 μέρες προ της έναρξης των συμπτωμάτων καθώς και για μια βδομάδα μετά την εκδήλωση της ασθένειας από το αναπνευστικό ή και για αρκετές εβδομάδες μέσα από τα κόπρανα.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται τόσο με αιματολογικές εξετάσεις αλλά κυρίως με την εξέταση δείγματος εγκεφαλονωτιαίου υγρού που λαμβάνεται κατόπιν οσφυονωτιαίας παρακέντησης (λήψη υγρού μέσω της σπονδυλικής στήλης). Μπορεί να χρειαστεί μερικές φορές και η διενέργεια αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας για τον αποκλεισμό συνυπάρχουσας εγκεφαλίτιδας ή αποστήματος.
Η πρόληψη με την αυστηρή εφαρμογή των βασικών κανόνων υγιεινής όπως είναι το συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών και η πιστή τήρηση του εμβολιαστικού προγράμματος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την μείωση των περιστατικών. Ειδική θεραπεία πέραν της περίπτωσης των ερπητοϊών δεν υπάρχει (τα αντιβιοτικά δεν καταπολεμούν του ιούς).
Πιο συγκεκριμένα τονίζεται η σημασία του καλού πλυσίματος με σαπούνι και νερό πριν από το φαγητό ή κατά την ετοιμασία του φαγητού καθώς και μετά την χρήση της τουαλέτας ή την αλλαγή πάνας. Ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν και διάρροιες συστήνεται το σχολαστικό τρίψιμο των χεριών για τουλάχιστον 15-20 δευτερόλεπτα και η χρήση ειδικών αντισηπτικών διαλυμάτων. Εξίσου αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα είναι ο καλός αερισμός των χώρων και η μείωση του συγχρωτισμού. Από τα διαθέσιμα εμβόλια πρόληψη έναντι περιστατικών μηνιγγίτιδας προσφέρουν οι εμβολιασμοί έναντι της ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς, ανεμευλογιάς, πολιομυελίτιδας, γρίππης, λύσσας και ορισμένων αρμποιών.
Η ιογενής μηνιγγίτιδα αποτελεί νόσημα που υποχρεωτικά πρέπει να δηλώνεται στις αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες κάθε κράτους αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη απολύμανση των χώρων ούτε εμβολιασμός ή χορήγηση ειδικών φαρμάκων ως χημειοπροφύλαξη στα άτομα που ήρθαν σε επαφή με ασθενή.
Βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Είναι η σοβαρή μορφή της νόσου που προκαλείται από μικρόβια και ως πιο συχνά αίτια αναγνωρίζονται ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος και ο αιμόφιλος ινφλουέντζας τύπου Β (υπεύθυνα για το 75% όλων των κρουσμάτων και για το 90% των περιστατικών σε παιδιά). Γενικότερα η ηλικία καθώς και κάποιοι άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες όπως η καταστολή του ανοσοποιητικού ή το τραύμα της κεφαλής συσχετίζονται άμεσα με το μικροβιακό αίτιο που ευθύνεται για την εκδήλωση της νόσου, όπως καταγράφεται και στον κατωτέρω πίνακα.
|
|||||||||||||||||||||
Τα τελευταία χρόνια λόγω της συστηματικής εφαρμογής των εμβολιασμών έχει καταγραφεί πολύ σημαντική μείωση των περιστατικών μηνιγγίτιδας από αιμόφιλο ινφλουέντζας και αξιοσημείωτη ελάττωση κρουσμάτων κυρίως από μηνιγγιτιδόκοκκο αλλά και πνευμονιόκοκκο. Η σταθερά πτωτική αυτή πορεία αναμένεται να συνεχιστεί με περαιτέρω μείωση των περιστατικών μηνιγγίτιδας από μηνιγγιτιδόκοκκο, ιδιαίτερα μετά και την πρόσφατη εισαγωγή του εμβολίου έναντι της οροομάδας Β. Σήμερα στις πλείστες Ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική η συνολική επίπτωση ανά 100000 πληθυσμού υπολογίζεται τόσο για τον μηνιγγιτιδόκοκκο όσο και για τον πνευμονιόκοκκο σε 0,51, για τον αιμόφιλο σε 0,02 ενώ ο συνολικός αριθμός κρουσμάτων βακτηριακής μηνιγγίτιδας ανά έτος παγκόσμια, σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, υπολογίζεται σε 1,200,000 με τα περισσότερα περιστατικά να αφορούν παιδιά. Ο μηνιγγιτιδόκοκκος (Neisseria meningitidis) κατατάσσεται σε 13 οροομάδες από τις οποίες οι A, B, C, Y και W-135 είναι υπεύθυνες για την πλειοψηφία των περιπτώσεων διεισδυτικής νόσου (ασθένειας από την εισβολή του μικροβίου μέσω της κυκλοφορίας στα διάφορα όργανα). Η ιδιαιτερότητα που συνοδεύει την λοίμωξη από μηνιγγιτιδόκοκκο είναι ότι μπορεί να προκαλέσει τόσο ενδημική νόσο όσο και επιδημίες. Οι οροομάδες A, B, και C προκαλούν το 90% των περιπτώσεων ενώ η οροομάδα C ευθύνεται για τις κεραυνοβόλες, αιφνίδιες μορφές μηνιγγίτιδας. Στην Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία επικρατούν οι οροομάδες B και C ενώ στην Αφρική και την Ασία η οροομάδα Α η οποία είναι υπεύθυνη για τις περισσότερες επιδημικές εξάρσεις. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική η επίπτωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου είναι μεγαλύτερη κατά το χειμώνα και την άνοιξη ενώ στην υποσαχάρια ζώνη της Αφρικής η επίπτωση της νόσου κορυφώνεται κατά την περίοδο της ξηρασίας (Δεκέμβριο-Ιούνιο). Στην περιοχή αυτή (“ζώνη της μηνιγγίτιδας”), υπάρχουν σε ετήσια βάση υψηλά ποσοστά σποραδικών περιπτώσεων (1-20 ανά 100.000 πληθυσμό) και σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα, κάθε 7 με 14 χρόνια εκδηλώνονται επιδημίες μεγάλης κλίμακας που οφείλονται στην οροομάδα A, περιστασιακά στην οροομάδα C και πιο πρόσφατα στην W-135 και Χ. Για το 2018 αναμένεται έξαρση των κρουσμάτων από την οροομάδα C. Η επίπτωση κατά τη διάρκεια αυτών των επιδημιών μπορεί να είναι υψηλή, μέχρι 1000 στα 100.000 άτομα. Η ενδημική νόσος είναι συχνότερη στα παιδιά και κυρίως σε βρέφη 3-12 μηνών και στους έφηβους ενώ σε φάσεις επιδημίας τα ποσοστά προσβολής μεγαλύτερων παιδιών και νεαρών ενηλίκων μπορεί να αυξηθούν. Υπολογίζεται ότι σχεδόν 50% των περιπτώσεων αφορούν σε παιδιά <2 ετών. Ο μηνιγγιτιδόκοκκος δεν επιβιώνει στο περιβάλλον αλλά προκαλεί ασυμπτωματικό αποικισμό του ανώτερου αναπνευστικού ο οποίος ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Έτσι υπολογίζεται ότι το 10% του γενικού πληθυσμού είναι ασυμπτωματικοί φορείς, με το ποσοστό αυτό να κυμαίνεται από 2% σε παιδιά που δεν παρακολουθούν παιδικό σταθμό έως και το υψηλό ποσοστό του 25-35% σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες 15-24 ετών. Κατά την διάρκεια επιδημιών και σε κλειστές κοινότητες το ποσοστό της φορείας μπορεί να φτάσει στο 100%. Η ευαισθησία στην κλινική νόσηση είναι μικρή και ελαττώνεται με την ηλικία γεγονός που συμβάλλει και στο υψηλό ποσοστό της φορείας. Εκτός από την ηλικία άλλοι επιμέρους παράγοντες που επηρεάζουν τη φορεία και αυξάνουν τον κίνδυνο νόσησης είναι: υποκείμενες ανοσολογικές ανεπάρκειες (όπως ασπληνία), συγχρωτισμός, διαμονή στο ίδιο σπίτι με άλλο κρούσμα, χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, ενεργητικό ή παθητικό κάπνισμα, πρόσφατη λοίμωξη του αναπνευστικού. Ένα καλό όμως που προκύπτει από την φορεία είναι ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη φυσικής ανοσίας. Από τον μηνιγγιτιδόκοκκο μπορεί να προκληθούν διάφορα κλινικά σύνδρομα στα οποία περιλαμβάνεται και η μηνιγγίτιδα (με ή χωρίς μικροβιαιμία) κατέχοντας μάλιστα την συχνότερη επίπτωση (50,2%) από όλες τις παθογόνες εκδηλώσεις του μικροβίου αυτού. Στην περίπτωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου (διεισδυτική όπως χαρακτηρίζεται νόσος που συνοδεύεται από σηψαιμία) μπορεί να εμφανιστεί και το κλασσικό αιμορραγικό εξάνθημα (στο 50% των περιπτώσεων). Η φύση του ελέγχεται εύκολα, με την πίεση ενός γυαλιού ή ποτηριού πάνω από το εξάνθημα και την διαπίστωση ότι αυτό δεν εξαφανίζεται, εκδηλώνεται δε σε συνδυασμό με τα συμπτώματα καταπληξίας. Η κατάσταση χαρακτηρίζεται από ραγδαία εξέλιξη, μέσα στις πρώτες 24 ώρες της νόσου και θεωρείται πολύ βαριά. Μπορεί να προκαλέσει βλάβες πολλαπλών οργάνων, λόγω της απελευθέρωσης τοξινών στην κυκλοφορία και πέραν της υψηλής θνητότητας (5-15%) συνοδεύεται από τον κίνδυνο σοβαρών μόνιμων επιπλοκών όπως κώφωση, νευρολογικά προβλήματα πχ σπασμούς, μαθησιακά προβλήματα, παραλύσεις και νεκρώσεις άκρων (10-20%). Όσο πιο έγκαιρα διαγνωστεί και αντιμετωπισθεί, τόσο βελτιώνεται η πρόγνωση. Ο χρόνος επώασης για τον μηνιγγιτιδόκοκκο είναι 2-10 μέρες (συνήθως 3-4) ενώ η μετάδοση είναι δυνατή καθόλη την περίοδο που το μικρόβιο βρίσκεται στις εκκρίσεις του αναπνευστικού και μέχρι 24 ώρες μετά από την έναρξη αποτελεσματικής αντιμικροβιακής αγωγής. Ο κίνδυνος μετάδοσης στα άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος υπολογίζεται σε 2-4 ανά 1000 μέλη αλλά είναι κατά 500-1000 φορές μεγαλύτερος από εκείνο του γενικού πληθυσμού. Ο πνευμονιόκοκκος ο οποίος διακρίνεται σε τουλάχιστον 93 οροομάδες από τις οποίες λίγες μόνο προκαλούν διεισδυτική νόσο, αποτελεί την συχνότερη αιτία βαριάς μικροβιαιμίας, μέσης ωτίτιδας και πνευμονίας ενώ μηνιγγίτιδα προκαλεί συνήθως σε μικρά παιδιά και υπερήλικες. Ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας διακρίνεται σε 6 οροτύπους από τους οποίους ο b είναι η συχνότερη αιτία διεισδυτικής νόσου και ιδιαίτερα σε παιδιά < 5 ετών. Αποτελεί την συχνότερη αιτία επιγλωττίτιδας (σπάνια πλέον στις μέρες μας όπως και η μηνιγγίτιδα λόγω του εμβολιασμού) ενώ προκαλεί και άλλες βαριές λοιμώξεις όπως πνευμονία, σηπτική αρθρίτιδα, οστεομυελίτιδα και σηψαιμία. Και τα δύο αυτά μικρόβια ευθύνονται για υψηλή θνητότητα (σε σηψαιμία) και σοβαρές νευρολογικές επιπλοκές αλλά σπάνια προκαλούν επιδημίες. Η πρόκληση μηνιγγίτιδας προϋποθέτει τον αποικισμό του ρινοφάρυγγα μετά από μετάδοση του μικροβίου αποκλειστικά από άνθρωπο σε άνθρωπο με σταγονίδια του αναπνευστικού με το βήχα και το φτέρνισμα. Όταν αυτός ο φυσικός φραγμός διαπεραστεί, και αυτό γίνεται ευκολότερα αν έχει προηγηθεί κάποια ιογενής λοίμωξη που τον έχει εξασθενήσει ή αν συνυπάρχει χρόνια ανοσοανεπάρκεια, τα μικρόβια μπαίνουν στην κυκλοφορία. Αν δεν κατανικηθούν από την άμυνα του οργανισμού, φτάνουν στον εγκέφαλο και αφού διαπεράσουν την τελευταία γραμμή άμυνας που ονομάζεται αιματοεγκεφαλικός φραγμός εισέρχονται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και προκαλούν την μηνιγγίτιδα (50% των ατόμων με βακτηριαιμία). Η συμπτωματολογία της βακτηριακής μηνιγγίτιδας που είναι μεν παρόμοια με της ιογενούς αλλά σαφώς πιο βαριά, ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και το παθογόνο αίτιο. Έτσι στην νεογνική και βρεφική ηλικία παρατηρείται κυρίως άτυπη εικόνα με πυρετό, υπνηλία ή έντονη ανησυχία και κλάμα, εμετό, προβολή της πρόσθιας πηγής δηλαδή του μαλακού μέρους στην κορυφή της κεφαλής, μειωμένη όρεξη, ωχρό ή μελανιασμένο δέρμα, υπερτονία στον κορμό και στον αυχένα κλπ. Σε πιο μεγάλη ηλικία η τυπική κλινική εικόνα περιλαμβάνει πυρετό, ναυτία, έμετο, έντονη κεφαλαλγία, φωτοφοβία, επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης, σύγχυση, αρθραλγίες, μυαλγίες, αυχενική δυσκαμψία και σε μερικές περιπτώσεις αιμορραγικό εξάνθημα (πιο συχνά στην μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο). Οι σπασμοί είναι αρκετά συχνοί στα παιδιά και ιδιαίτερα όταν το αίτιο είναι ο πνευμονιόκοκκος ή ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας. Η διάγνωση της νόσου επιβεβαιώνεται κυρίως με την απομόνωση του μικροβίου από ένα φυσιολογικά άσηπτο σωματικό υγρό όπως είναι το αίμα και το ΕΝΥ αλλά οι καλιέργειες των υγρών αυτών μπορεί να είναι αρνητικές αν έχει προηγηθεί η χορήγηση αντιβιοτικών. Η οσφυονωτιαία παρακέντηση διενεργείται αφού προηγηθεί κλινική εξέταση που θα αποκλείσει κάποιους περιορισμούς στην επιτέλεση της. Πέραν της εξέτασης του ΕΝΥ διενεργούνται και διάφορες αιματολογικές εξετάσεις. Ως προς την αντιμετώπιση, τον περιορισμό και την πρόληψη της βακτηριακής μηνιγγίτιδας συστήνονται τα εξής :
|
Τι πρέπει να θυμόμαστε