Ίσως έχετε ακούσει τον όρο “attachment parenting”, που μεταφράζεται σε «ανατροφή συναισθηματικής προσκόλλησης». Δημιουργήθηκε από τον Αμερικανό παιδίατρο William Sears, με βάση τη θεωρία του παιδοψυχίατρου John Bowlby για την προσκόλληση (Attachment Theory). Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να συνενώσω τις δύο αυτές συγγενικές προσεγγίσεις.
Ο Bowlby εξήγησε ότι για να μπορούν τα παιδιά να αναπτυχθούν με συναισθηματική ασφάλεια και να έχουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις, θα πρέπει από τη βρεφική τους ηλικία να δημιουργήσουν μέσω ασφαλούς προσκόλλησης προς τους γονείς τους, τη λεγόμενη «ασφαλή συναισθηματική βάση», η οποία δημιουργείται ουσιαστικά τα πρώτα δύο χρόνια ζωής. Αυτό σημαίνει οι γονείς να μεγαλώνουν τα παιδιά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά να αισθάνονται ότι οι ανάγκες τους είναι σημαντικές, ικανοποιούνται εύστοχα και σταθερά, σε ένα προβλέψιμο περιβάλλον, όπου οι άνθρωποι είναι αξιόπιστοι. Αυτή η ασφαλής βάση των πρωταρχικών δεσμών ενός μωρού, χρησιμοποιείται ασυνείδητα και κατά προέκταση στις σχέσεις του με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Έτσι, το παιδί και αργότερα ο ενήλικας μπορεί να δημιουργεί αμοιβαίες σχέσεις εμπιστοσύνης, φροντίδας, κατανόησης, αλληλο-υποστήριξης και επικοινωνίας. Αντίθετα, όταν οι πρωταρχικές σχέσεις δεν καλλιεργούν αυτή την ασφαλή βάση, ο άνθρωπος καταλήγει να βιώνει διάφορες συναισθηματικές ανασφάλειες στις σχέσεις του με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό του, όπως προβλήματα αυτοεκτίμησης, άγχους, κατάθλιψης, διατροφικών διαταραχών και άλλα.
Ο Sears περιγράφει συγκεκριμένους τρόπους φροντίδας των βρεφών και νηπίων, οι οποίοι έχουν αποδειχθεί μέσα από τη δική του πολυετή πείρα αλλά και δεκάδες τουλάχιστο επιστημονικές έρευνες, ως η καταλληλότερη προσέγγιση για ήρεμα μωρά και ήρεμους γονείς, με στενές σχέσεις, όπου επικρατεί η κατανόηση και η επικοινωνία, αντί για αποξένωση και ένταση. Οι θέσεις αυτές έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με διάφορες τρέχουσες αντιλήψεις, οι οποίες προωθούνται από ειδικούς και μη, χωρίς να διερευνάται η επιστημονική τους ορθότητα και αντανακλούν ουσιαστικά μια ιδεολογική μόδα. Ιδεολογική μόδα είναι η τάση να εφαρμόζουμε συνήθειες και απόψεις που θεωρούμε σωστές, χωρίς απόδειξη. Είναι λυπηρό ότι ακόμα και σε ένα τόσο σοβαρό θέμα όσο η ανατροφή των παιδιών, οι νέοι γονείς βομβαρδίζονται συνήθως με πολλές λανθασμένες συμβουλές από συγγενείς και «ειδικούς στη φροντίδα των παιδιών» που δίνονται με προχειρότητα, για την «ευκολία των γονιών», αλλά που συχνά βλάπτουν την ανάπτυξη των παιδιών.
Η σημερινή δυτική κουλτούρα λοιπόν προωθεί ευρέως το μη (επαρκή) θηλασμό, τη συστηματική χρήση των μπιμπερό, της πιπίλας, του αποστειρωτή, του βρεφικού καροτσιού, της βρεφικής κούνιας και των συσκευών παρακολούθησης του μωρού ως απολύτως απαραίτητων αξεσουάρ για το μεγάλωμα ενός παιδιού. Ανάλογα με την ηλικία, υπάρχουν τα “must” παιχνίδια και άλλα «απαραίτητα» αντικείμενα. Όλα αυτά έχουν ένα μεγάλο κοινό: είναι πολυέξοδα, αντανακλώντας τον μέχρι πρότινος υπερκαταναλωτισμό μας ως κοινωνία, τον οποίο τώρα με την οικονομική κρίση καλούμαστε να αναθεωρήσουμε. Πέραν όμως του κόστους, προκύπτει και το ερώτημα αν είναι πραγματικά τόσο απαραίτητα, ή αποτέλεσμα του μάρκετινγκ των εταιριών που μας έχουν πείσει για την αναγκαιότητα των πολυέξοδων και ενίοτε βλαβερών προϊόντων τους. Και λέω βλαβερών, γιατί υπάρχουν δεκάδες έρευνες που αποδεικνύουν ότι η χρήση της φόρμουλας, των μπιμπερό και της πιπίλας κάνει τα παιδιά πιο ευάλωτα σε ωτίτιδες και άλλες λοιμώξεις, καθώς και σε ορθοδοντικά και προβλήματα της γνάθου, ενώ η υπερβολική χρήση της πιπίλας συνδέεται και με καθυστέρηση στην ομιλία. Τα μωρά που τρέφονται με χημικό γάλα αρρωστούν συχνότερα και πιο σοβαρά από τα βρέφη που θηλάζουν, παθαίνουν συχνότερα αλλεργίες, έκζεμα, άσθμα, διαβήτη και καρκίνο, ενώ κινδυνεύουν ακόμα και ως ενήλικες περισσότερο από παχυσαρκία. Σε κάποιες χώρες, χιλιάδες βρέφη πεθαίνουν επειδή δε θηλάζουν. Όλα αυτά αγνοούνται ή και ελαχιστοποιούνται από ειδικούς και μη, με αποτέλεσμα να παραπληροφορούνται εκατομμύρια μητέρες στο δυτικό κόσμο. Η Κύπρος και η Ελλάδα συγκαταλέγονται ανάμεσα στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά μητρικού θηλασμού, όπου μόνο 1% θηλάζει αποκλειστικά για 6 μήνες, σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας και της UNICEF, που είναι «αποκλειστικός μητρικός θηλασμός για έξι μήνες και συνέχιση του για 2 χρόνια ή και περισσότερο».
Επιπρόσθετα με τις «ακριβές» συμβουλές της ιδεολογικής μας μόδας, υπάρχουν και οι εξής, που έχουν «κοινωνικο-εκπαιδευτικό» χαρακτήρα: τα παιδιά να κοιμούνται μόνα τους από την αρχή και να τα αφήνουμε να κλαίνε μέχρι να μάθουν, να μην τα κρατούμε πολύ ή να ανταποκρινόμαστε άμεσα στο κλάμα τους για να μην κακομάθουν, να τρώνε με πρόγραμμα και για συγκεκριμένη διάρκεια και άλλα πολλά. Η διατροφή με πρόγραμμα (ακόμα και στη φόρμουλα) είναι λανθασμένη, αφού τα μωρά έχουν μικρό στομάχι που αδειάζει εύκολα και χρειάζονται συχνά και μικρά γεύματα (οδηγίες και των διαιτολόγων που δυσκολευόμαστε οι περισσότεροι να ακολουθήσουμε αφού μάθαμε διαφορετικά). Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι τα μωρά που αφήνονται να κλαίνει συχνά και πολύ (για διάφορους λόγους) αποκτούν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα τους (ορμόνη του στρες), κάτι που τα κάνει επιρρεπή σε χρόνιο στρες και κατάθλιψη, ενώ βλάπτουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα και αποκτούν συχνότερα χρόνιες διαταραχές ύπνου, τροφής, συμπεριφοράς και άλλα προβλήματα.
Το attachment parenting λοιπόν αντιτίθεται σε όλα αυτά και υποστηρίζεται από πολλές έρευνες. Πέραν των βιολογικών παραγόντων του θηλασμού, αποδεικνύεται ότι οι μητέρες που θηλάζουν περνούν σπανιότερα και λιγότερο έντονα επιλόχειο κατάθλιψη, συνδέονται ευκολότερα συναισθηματικά με τα παιδιά τους και έχουν πιο ήρεμα και ευτυχισμένα μωρά. Απαραίτητες όμως θεωρούνται και οι υπόλοιπες συνθήκες: στενή και συχνή σωματική επαφή του παιδιού με τους γονείς – μέσω κρατήματος στην αγκαλιά, σε μάρσιπο ή sling (ανάλογα με τις συνθήκες που βολεύουν κάθε γονιό), ο κοινός ύπνος ή τουλάχιστο στο ίδιο δωμάτιο για τα πρώτα 2 χρόνια και η όσο το δυνατό άμεση επαφή του μωρού με τη μητέρα μετά τη γέννηση. Συστήνεται να τοποθετείται το παιδί πάνω στη μητέρα αμέσως μετά τη γέννηση για να δημιουργηθεί η πρωταρχική σύνδεση, αλλά και μετέπειτα το μωρό να μένει στο δωμάτιο της μαμάς και όχι στο θάλαμο νεογνών, όπου βιώνει έντονα την ξαφνική αποκοπή από τη μητέρα του. Τέλος, πιστεύουμε ότι τα παιδιά κλαίνει για να επικοινωνήσουν, επειδή χρειάζονται κάτι, το οποίο χρειάζεται κατανόηση και ανταπόκριση και όχι επειδή «θέλουν να μας εκνευρίσουν» ή επειδή «είναι κακομαθημένα». Τα παιδιά χρειάζονται από τους φροντιστές τους προσοχή, ευαισθησία στο χειρισμό, σεβασμό στα συναισθήματα και τις ανάγκες τους και κατανόηση. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται ένας «ψυχικός συντονισμός» γονιού – παιδιού, μέσα από τον οποίο κτίζονται η επικοινωνία και οι υγιείς σχέσεις.
Η προσέγγιση αυτή είναι πιο δύσκολη και απαιτητική στην αρχή, αφού η μητέρα επιφορτίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ανατροφής με συχνούς θηλασμούς και το μωρό να χρειάζεται σχεδόν συνεχή επαφή μαζί της, μέρα και νύχτα. Γι’ αυτό και χρειάζεται πολλή στήριξη αλλά και συμμετοχή στη φροντίδα του παιδιού, ώστε η μητέρα να μπορεί να αποφορτίζεται. Κανείς δε μπορεί να μεγαλώσει σωστά ένα παιδί μόνος του! Με την πάροδο του χρόνου όμως, τα παιδιά που μεγαλώνουν με την ανατροφή προσκόλλησης γίνονται πολύ πιο εύκολα στην ανατροφή τους, αφού υπάρχει καλή επικοινωνία με τους γονείς, εμπιστοσύνη, ηρεμία και γρηγορότερη αυτονόμηση. Τα παιδιά που μεγαλώνουν με αυτό τον τρόπο έχουν συνήθως καλύτερη υγεία, κλαίνει λιγότερο, χαμογελούν περισσότερο, είναι πιο εκδηλωτικά, ήρεμα και ευτυχισμένα, ενώ, ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών τους, έχουν περισσότερη κατανόηση για τους άλλους ανθρώπους. Επίσης, έρευνες δείχνουν ότι γίνονται πιο έξυπνα, αφού οι στενές ανθρώπινες σχέσεις και όχι τα αντικείμενα, κάνουν τα μωρά πιο έξυπνα.
Είναι σημαντικό βέβαια να έχουμε υπόψη μας ότι το να εφαρμόζει μόνο κάποιος τις οδηγίες του Attachment Parenting, χωρίς την ανάλογη ψυχική προσέγγιση δεν εγγυάται από μόνο του επιτυχή ανατροφή, αλλά την υποβοηθά σημαντικά. Επίσης, ποτέ δεν είναι αργά για γονείς που έχουν ακολουθήσει μέχρι τώρα λάθος οδηγίες, μπορούν με σωστή εκπαίδευση και συμβουλευτική από ειδικό να επουλώσουν πληγές και να κτίσουν μια σχέση με τα παιδιά τους σε καινούριες, πιο υγιείς βάσεις, καλλιεργώντας τους τη συναισθηματική ασφάλεια που όλοι τόσο πολύ χρειαζόμαστε.