Δίπλα στη λέξη παιδί η λέξη αφέντης μας αφήνει λίγο αμήχανους και μας γεννά ερωτηματικά. Πώς είναι δυνατό τα γλυκά αγγελούδια που είναι τα παιδιά μας να ονομάζονται αφέντες; Πώς ένα πλάσμα μικρό και εξαρτημένο μπορεί να γίνει αφέντης;
Αναφερόμαστε στις σχέσεις γονιών και παιδιών που εμπεριέχουν την έννοια της εξουσίας και που δοκιμάζονται καθημερινά μέσα στις προκλήσεις της σημερινής εποχής, στη συγκεκριμένη κοινωνία που ζούμε. Μήπως δεν έχουμε όλοι ως γονείς βιώσει κάποια στιγμή καταστάσεις ανταγωνισμού, σύγκρουσης, αντιπαράθεσης, έντασης, αντίστασης, ελέγχου, παραίτησης, ενοχής;
Σε ποιες συμπεριφορές στεκόμαστε;
Δεν έχουμε ερωτήματα, όταν τα παιδιά είναι υπάκουα και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις επιθυμίες και τη λογική μας. Δυσκολευόμαστε, όταν είμαστε αντιμέτωποι με τα «θέλω» των παιδιών που είναι διαφορετικά από τα δικά μας. Δοκιμαζόμαστε με τα «όχι» των παιδιών σε δικές μας οδηγίες ή παραινέσεις ή συμβουλές. Αντιδρούμε, όταν υπάρχουν μηνύματα μιας συμπεριφοράς την οποία ερμηνεύουμε ως αρνητική και μη αποδεκτή π.χ. «Δεν ακούν με την πρώτη φορά ή τη δεύτερη ή την τρίτη. Χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε κάτι τρεις φορές ή να φωνάζουμε, για να έχουμε την προσοχή τους. Πετούν τα παιγνίδια τους, επιμένουν να αρπάζουν πράγματα στην υπεραγορά, δεν πάνε για ύπνο, κ.λπ.».
Μιλούμε για χειριστικότητα, για ανυπακοή (ένα μεγάλο όπλο του παιδιού στην πάλη για εξουσία), για ξέσπασμα νεύρων, για κακές συνήθειες, για ανειλικρίνεια, τεμπελιά και ακόμα για πιο ανησυχητικές συμπεριφορές.
Μιλούμε για παιδιά που περιγράφονται δύσκολα, πεισματάρικα, απαράδεκτα. Παιδιά που προκαλούν πιο πολύ, πιο σκληρά και πιο συχνά. Παιδιά που αντιστέκονται πιο πολύ, διαμαρτύρονται πιο δυνατά, χρησιμοποιούν πιο πολύ δράμα και οδηγούν τα πράγματα πιο μακριά από όσο μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Παιδιά ενάντια στους κανόνες και στη γονική εξουσία. Δημιουργούνται έτσι αγώνες υπεροχής και ανταγωνισμοί.
Πώς να τους αντιμετωπίσουμε;
Το μεγάλο δίλημμα: Ανάμεσα στην αυταρχικότητα και την απόλυτη επιτρεπτικότητα
-Ακούμε συχνά:
«Είναι δύσκολη δουλειά να είσαι γονιός»
«Δεν υπάρχουν πια γονείς, δάσκαλοι.Τα παιδιά δεν ακούν κανέναν. Τα σημερινά παιδιά δε σέβονται. Χωρίς τιμωρία δε μαθαίνουν»
«Αφήστε τα παιδιά να χαρούν. Δε θέλουμε να ελέγχουμε τα παιδιά μας»
-Δοκιμάζουμε διάφορους τρόπους:
Διαπραγματευόμαστε, καλοπιάνουμε, κάνουμε διάλεξη.
Θυμώνουμε και επιβάλλουμε.
Υποχωρούμε παθητικά, παραιτούμαστε μπροστά στην αρνητική συμπεριφορά, γιατί δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε ή δε θέλουμε να αντιμετωπίσουμε στο παρόν στάδιο το πρόβλημα.
Αισθανόμαστε ένοχοι, όταν θυμώνουμε. Επικρίνουμε τους εαυτούς μας και αισθανόμαστε αναποτελεσματικοί, όταν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
Αναρωτιόμαστε κάποτε, αν η συμπεριφορά του παιδιού είναι φυσιολογική ή αν έχουμε κάνει κάτι εμείς που προκαλεί αυτή τη συμπεριφορά στο παιδί.
Στα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν δυσκολίες στο τι σήμαιναν οι σχέσεις εξουσίας παιδιών και γονιών. Εξουσία σήμαινε απόλυτη και άμεση υπακοή και συμμόρφωση. Οι χειρισμοί σε περίπτωση «ανάρμοστης συμπεριφοράς» ήταν τις πιο πολλές φορές η σωματική τιμωρία, η μακρόχρονη απομόνωση, οι φωνές και τα ταπεινωτικά σχόλια.
Υπήρξε μια αντιστροφή και απόρριψη αυτής της αυταρχικής διαπαιδαγώγησης με το πέρασμα στο άλλο άκρο,, της πλήρους επιτρεπτικότητας και ανεκτικότητας. Οι χειρισμοί σε περίπτωση «ανάρμοστης συμπεριφοράς» ήταν η υποχώρηση, η αναβολή, η παραίτηση, η υπερπροστατευτικότητα.
Στη συνέχεια της εισήγησης θα αγγίξουμε θέματα σχετικά με προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν τη «νέα εξουσία». Οι προσεγγίσεις αυτές στηρίζονται στις έννοιες της φροντίδας με επαγρύπνηση, της παρουσίας, του διαλόγου, της θετικής πειθαρχίας και της οριοθέτησης, καθώς και του ταιριάσματος μεταξύ της προσωπικότητας του παιδιού και των εργαλείων πειθαρχίας των γονιών.
Τι θέλουμε εμείς ως γονείς για το παιδί μας;
Στο παιδί αντικαθρεφτίζονται πολλές προσδοκίες και επιθυμίες δικές μας, πολλές φορές και πριν έλθει ακόμα στον κόσμο. Θέλουμε να μεγαλώσει, να είναι υγιές, να γίνει ανεξάρτητο, να γίνει ευτυχισμένο. Θέλουμε να έχουμε επιτυχή παιδιά, προσαρμοσμένα. Να αισθάνονται καλά με τους εαυτούς τους, να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να θέλουν να μάθουν. Παιδιά που να είναι αξιαγάπητα, να σέβονται τους άλλους, να συμπεριφέρονται καλά και να έχουν προσωπικά κίνητρα και στόχους. Τα παιδιά πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως δική μας επιτυχία, μια επιβεβαίωση των όσων έχουμε καταφέρει. Τα θέλουμε να έχουν όλες τις καλές ιδιότητές μας, αλλά κανένα από τα ελαττώματά μας.
Και έχοντας τους πιο πάνω στόχους τα αγαπούμε, δε θέλουμε να τους λείψει τίποτα, τα προστατεύουμε, τα καθοδηγούμε. Συχνά ανησυχούμε, προσδοκούμε, απαιτούμε.
Γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Ποιες είναι οι ανάγκες τους;
Εκτός από τις ανάγκες επιβίωσης και φροντίδας που έχουν τα παιδιά υπάρχουν και τέσσερις βασικές ανάγκες απαραίτητες για τη δημιουργία της δικής τους ταυτότητας
Το παιδί χρειάζεται ανιδιοτελή αγάπη και αποδοχή ακόμα και όταν φωνάζει ή χύνει το φαγητό του ή όταν δεν είναι τόσο χαριτωμένο και γλυκό, όσο θα θέλαμε.
Νοιώθει ότι είναι αποδεκτό ως μέλος της οικογένειας μέσω της προσοχής, του ενδιαφέροντος και της σημασίας που του δείχνουν.
Το παιδί χρειάζεται να μάθει να παίρνει αποφάσεις, να μαθαίνει νέες δεξιότητες ή να εμπιστεύεται τις δικές του. Χρειάζεται χώρο να εξασκηθεί, να δράσει. Δεν είναι μόνο με τα λόγια που θα οικοδομήσει το αίσθημα της ικανότητας. Πρέπει να έχει και την εμπειρία. Γι αυτό χρειάζεται να ενθαρρύνεται να κάνει πράγματα μόνο του, όταν βρίσκεται στο κατάλληλο στάδιο και να μην υπερπροστατεύεται.
Χρειάζεται να διοχετεύει τη δύναμή του σε θετικές κατευθύνσεις, να επιλύει προβλήματα, να αποκτά μαθαίνει νέες δεξιότητες, να σέβεται και να συνεργάζεται με τους άλλους.
Χρειάζεται να μάθει πώς να είναι με τα άλλα παιδιά, με τους ενήλικες, πώς να τρέφεται και να ντύνεται μόνο του, πώς να γίνεται υπεύθυνο. Σε όλες τις σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της οικογένειας, υπάρχει η ανάγκη για αξιοπρέπεια και αμοιβαίο σεβασμό.
Καλύπτοντας τις βασικές ανάγκες αυτές, δημιουργείται ένα παιδί με αυτοπεποίθηση. Όταν οι ανάγκες αυτές δεν ικανοποιούνται τα παιδιά αποθαρρύνονται και αυτό έχει ως συνέπεια να καταφεύγουν σε αρνητικές συμπεριφορές.
Είναι όμως όλες οι «άσχημες» συμπεριφορές αρνητικές; Πώς εντάσσονται οι αρνητικές συμπεριφορές του παιδιού στην πορεία της ανάπτυξης;
Είναι σημαντικό να έχουμε μια βασική κατανόηση του κόσμου του παιδιού. Η ανάπτυξη του παιδιού είναι μια σφαιρική διαδικασία που σχετίζεται με κληρονομικούς, βιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η ανάπτυξη μπορεί να κατηγοριοποιείται για σκοπούς μελέτης σε διάφορους τομείς (π.χ. γνωστικός, κινητικός, κοινωνικός, συναισθηματικός τομέας, τομέας επικοινωνίας, και αυτοεξυπηρέτησης). Όμως, στην καθημερινότητά μας όλα είναι συνδεδεμένα, αλληλένδετα και πλαισιώνονται σε ένα σχήμα σχέσεων που αρχικά είναι η οικογένεια. Μετά εισάγεται ο κόσμος του σχολείου. Η κοινωνία και η κουλτούρα βρίσκονται πάντα εκεί, δημιουργώντας το σύστημα αξιών και αρχών που αποτελούν τα σημεία αναφοράς μας.
Το παιδί πορεύεται από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία, αναζητεί την αυτονομία που θα το οδηγήσει στη μετέπειτα ενήλικη ζωή. Υπάρχει στο παιδί μια επιθυμία να εδραιώσει τη θέση του μέσα σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, μαθαίνοντας και ελέγχοντας τον κόσμο του.
Ο κόσμος είναι ωραίος, αλλά μεγάλος, ενδιαφέρων, αλλά έχει κινδύνους.. Το παιδί με το σώμα, τις αισθήσεις τα συναισθήματα και πιο μετά με τη σκέψη του θέλει να εξερευνήσει, να μάθει και να κυριαρχήσει.
Όταν κατανοούμε τις συμπεριφορές των παιδιών, έχοντας κατά νου το φάσμα της ανάπτυξης και την καταλληλότητα της ηλικίας, έχουμε πιο κατάλληλες προσδοκίες από τα παιδιά. Δεν τις ερμηνεύουμε όλες ως άσχημες συμπεριφορές που έχουν πρόθεση να αντισταθούν στην εξουσία του γονιού ή να κάνουν κακό. (Σκεφτείτε πώς θα αντιδράσουμε, αν δούμε ένα παιδί 10 μηνών να προσπαθεί να πάρει ένα μαχαίρι που βρίσκεται μπροστά του στο τραπέζι και τι ερμηνεία θα δώσουμε στην ίδια κίνηση για ένα 10χρονο αναστατωμένο παιδί).
Κάποτε, με τις συμπεριφορές τους τα παιδιά φαίνονται εγωκεντρικά, απαιτητικά και ενοχλητικά, σύμφωνα με τα πρότυπα των ενηλίκων. Η παραμικρή απογοήτευση ή ματαίωσή τους μπορεί να καταλήξει σε μια εκτός ελέγχου συναισθηματική αντίδραση. Συμπεριφέρονται χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες, γι’ αυτό προκαλούν υπερβαίνοντας τα όρια, απλά για να δουν τι θα γίνει.
Οι γονείς συχνά ερμηνεύουν αυτές τις συμπεριφορές ως μια ατέλειωτη εξέταση της υπομονής και της αφοσίωσής τους. Όμως, κάποιες συμπεριφορές είναι φυσιολογικές, προβλεπόμενες και μέρος της καθημερινής πορείας από τη βρεφική ηλικία στην παιδική ηλικία, από την εξάρτηση στην ανεξαρτησία (Το «όχι» στην ηλικία των 2 χρόνων είναι σημαντικός σταθμός για την εδραίωση της ταυτότητάς του).
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν, όπως η δυσκολία του παιδιού να επικοινωνήσει ξεκάθαρα, η απουσία κάποιων δεξιοτήτων.
Η αρνητική συμπεριφορά μπορεί να αντικαθρεφτίζει φόβους, στρες, κούραση, πείνα, κακή διάθεση. Εξαρτάται από την ώρα της μέρας, το είδος δραστηριότητας, την επίδραση των φίλων κ.ά.
Το παιδί στέλλει μηνύματα με τη συμπεριφορά του και το σκοπό της.
Μήπως αντιδρά αρνητικά, γιατί θέλει προσοχή, θέλει να επιδείξει τη δύναμή του, να εκδικηθεί ή να επιδείξει την ανικανότητά του;
Τι θέλουμε να πετύχουμε, όταν χειριζόμαστε μια αρνητική συμπεριφορά;
Με την αντίδρασή μας, το χειρισμό και την παρέμβασή μας, θέλουμε να:
Είναι σημαντικό:
Να βασιστούμε σε αρχές και πεποιθήσεις για αποτελεσματική αντιμετώπιση και επίτευξη πιο κατάλληλης συμπεριφοράς.
Να αναπτύξουμε μερικές στάσεις που θα μας βοηθήσουν στο χειρισμό των δύσκολων καταστάσεων.
1. Αναγνωρίζουμε την αντιπαλότητα που δημιουργείται. Υπάρχει μια πάλη εξουσίας, υπεροχής και εμείς ως το ενήλικο κομμάτι αυτής της σχέσης χρειάζεται να κατανοήσουμε αυτή την πάλη. Εκείνο που βοηθά είναι το ψάξιμο μέσα μας, κοιτάζοντας τον εαυτό μας, τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά μας (όπως θυμώνουμε, νοιώθουμε ότι χάνουμε τον έλεγχο, αισθανόμαστε άχρηστοι). Αντιστεκόμαστε στο παιγνίδι ανταγωνισμού και εξουσίας και αυτό δε σημαίνει ότι υποχωρούμε. Πιστεύουμε στον αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκράτηση και δίνουμε το πρότυπο στο παιδί με τη δική μας στάση.
2. Προσπαθούμε να δούμε τη συμπεριφορά στα πλαίσια της σχέσης του παιδιού με το περιβάλλον του. Κάθε πράξη του παιδιού έχει ένα σκοπό που βρίσκεται σε αλληλουχία με την αναπτυξιακή του φάση και την προσπάθειά του για την κοινωνική ολοκλήρωση.
Η συμπεριφορά συνάδει με την ηλικία του παιδιού και τη φάση που διέρχεται; (Μπορεί να γίνει κατανοητό και αναμενόμενο για ένα δίχρονο παιδί να κυλιέται στο πάτωμα, όταν θέλει να αγοράσει κάτι και οι γονείς του λένε όχι. Είναι το ίδιο όμως για ένα εφτάχρονο παιδί με την ίδια συμπεριφορά;)
3. Δε χρειάζεται να δίνουμε δραματική διάσταση στην αρνητική συμπεριφορά.
Κάθε «κακή» συμπεριφορά φανερώνει μια δική του άποψη στις προσπάθειές του να βρει θέση στην οικογένεια και να ανταποκριθεί στους κανόνες της ζωής. Προσπαθούμε να μην πανικοβαλλόμαστε και να μην επικρίνουμε. Αντιδρούμε με συνέπεια, σταθερότητα, καλοσύνη, χιούμορ στα πλαίσια αποδοχής, αγάπης, κατανόησης, σεβασμού και αξιοπρέπειας.
4. Χειριζόμαστε την αρνητική συμπεριφορά ως συμπεριφορά και όχι ως τη συνολική προσωπικότητα του παιδιού. («Έκανες αυτό που δεν είναι σωστό», αντί «είσαι άτακτος, δεν αξίζεις τίποτα»).
5. Απολαμβάνουμε τις στιγμές που μοιραζόμαστε με τα παιδιά μας.
6. Εφαρμόζουμε τη θετική πειθαρχία.
Τι είναι θετική πειθαρχία;
-Περιλαμβάνει ό,τι κάνουμε, για να διδάξουμε το παιδί να σκέφτεται για τον εαυτό του και να κάνει καλές επιλογές. Τα βοηθά να μάθουν για το μέλλον.
-Διαφέρει από την έννοια της πειθαρχίας που παραπέμπει σε απόλυτη υποταγή σε κανόνες και εφαρμόζει την τιμωρία σε περίπτωση ανυπακοής. Η τιμωρία κάνει τα παιδιά να πληρώνουν για το παρελθόν. Βασίζεται στην αντίληψη ότι, για να μπορέσουν τα παιδιά να κάνουν καλύτερα, πρέπει πρώτα να νοιώθουν χειρότερα. Επίσης, βασίζεται στην αντίληψη ότι χωρίς τιμωρία, δεν υπάρχει εξουσία.
Η τιμωρία δημιουργεί αποθάρρυνση, που είναι η ρίζα όλων των αρνητικών και μη αποδεκτών συμπεριφορών.
Πώς οικοδομείται η θετική πειθαρχία.
Αποφεύγουμε:
-Φωνές, μουρμούρα, κήρυγμα, ταπείνωση, χειροδικία.
Είναι μέθοδοι που δε σέβονται το παιδί και ενθαρρύνουν την αμφιβολία, την ντροπή, την ενοχή και δημιουργούν αντίσταση, εκδικητικότητα και πιο πολλές αρνητικές συμπεριφορές.
Αποφεύγουμε επίσης:
- Πλήρη υποχωρητικότητα και επιτρεπτικότητα – να κάνει ό,τι θέλει, να του προσφέρονται όλα έτοιμα. Είναι μέθοδος που πάλι δε σέβεται το παιδί και δε διδάσκει δεξιότητες ζωής. Το αφήνει ευάλωτο και εξαρτημένο, ανέτοιμο να αντιμετωπίσει προβλήματα.
Ενεργούμε με:
1. Αμοιβαίο σεβασμό, καλοσύνη και σταθερότητα.
-Σεβόμαστε τους εαυτούς μας και δείχνουμε σταθερότητα. Σεβόμαστε και το παιδί με τις ανάγκες του και δείχνουμε καλοσύνη και τρυφερότητα.
-Θυμόμαστε ότι ενεργούμε ως πρότυπο για τα παιδιά.
- Προσκαλούμε τα παιδιά να σκεφτούν και να συμμετέχουν, αντί να τους λέμε τι να σκεφτούν και τι να κάνουν.
- Χρησιμοποιούμε λέξεις σεβασμού, για να ζητήσουμε ότι χρειαζόμαστε. Αντί να ζητήσουμε από το παιδί να υπακούσει άμεσα, ενώ το παιδί μπορεί να ασχολείται με κάτι ενδιαφέρον, δίνουμε μια μικρή προειδοποίηση. «Πρέπει να φύγουμε σε 2 λεπτά από το πάρκο, γιατί έχω μια δουλειά. Θέλεις να κάνεις ακόμη λίγη κούνια ή να κατεβείς μια φορά από την τσουλήθρα;».
2. Με δεξιότητες αποτελεσματικής επικοινωνίας.
-Ακούμε προσεκτικά, παρατηρούμε, αφουγκραζόμαστε τα συναισθήματα του παιδιού.
-Κατανοούμε τα συναισθήματά του (το θυμό, τη λύπη, το φόβο, την απογοήτευση, τον εκνευρισμό, την υπερβολική διέγερση).
-Βοηθούμε να τα κατανοήσει και αυτό με τη σειρά του, στέλλοντάς του πίσω το μήνυμα που πιστεύουμε ότι εμείς έχουμε κατανοήσει. Τα συναισθήματα, όποια και αν είναι, είναι θεμιτά, είναι εντάξει, όχι όμως οι πράξεις. Είναι εντάξει να νοιώθει θυμό αλλά όχι να κτυπά.
-Συνοδεύουμε τα λεκτικά μηνύματα με κατάλληλες στάσεις μη λεκτικής επικοινωνίας , που να συμφωνούν με τα όσα λέγουμε. Αυτές οι στάσεις σχετίζονται με την επαφή με τα μάτια, τη στάση και την τοποθέτηση του σώματος, τον τόνο της φωνής, τις εκφράσεις του προσώπου, το άγγιγμα. (Όταν λέμε «σε αγαπώ» και έχουμε σφιγμένα χείλη, γυρνώντας το κεφάλι αλλού, δίνουμε μήνυμα απόρριψης)
3. Επίκεντρο πάνω στις λύσεις και όχι στην τιμωρία.
-Θέλουμε να βρούμε λύσεις για τα προβλήματα που προκύπτουν.
-Αποφεύγουμε να επικρίνουμε για το λάθος, λέγοντας ποιος φταίει.
-Αποφασίζουμε πρώτα πώς να προσεγγίσουμε τις προκλήσεις και τα προβλήματα και ποιες είναι οι λύσεις που επιθυμούμε να έχουμε.
-Βάζουμε μικρούς και εφικτούς στόχους πάνω στις πράξεις και όχι στο σύνολο της προσωπικότητας του παιδιού.
-Καθώς το παιδί μεγαλώνει και ωριμάζει, μαθαίνουμε να εργαζόμαστε μαζί, για να βρίσκουμε λύσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, που να είναι βοηθητικές και να σέβονται το παιδί και την αξιοπρέπειά του.
4. Ενθάρρυνση.
-Δίνουμε ενθαρρυντικά μηνύματα, εστιάζοντας σε καλύτερες επιλογές, βελτιωμένη συμπεριφορά, συνεργασία και ανεξαρτησία. («Έκανες καλή δουλειά. Έκανες το καλύτερο, πώς νοιώθεις για το τι έμαθες, ευχαριστώ που βοήθησες,που με άκουσες, που συνεργάστηκες.»).
-Τα θετικά μηνύματα ανταποκρίνονται στην ανάγκη που υπάρχει, για να ανήκουμε, να νοιώθουμε ότι είμαστε ικανοί και μας δίνουν αυτοπεποίθηση, για να χειριζόμαστε τα προβλήματα μόνοι μας.
-Η ενθάρρυνση εστιάζεται στην προσπάθεια και τη βελτίωση, όχι μόνο στην επιτυχία. Βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν την εμπιστοσύνη στις δικές τους ικανότητες..Τους δίνει κίνητρο για συνεργασία και μάθηση. Τα παιδιά κάνουν καλύτερα, όταν νοιώθουν καλύτερα.
Πώς εφαρμόζεται η θετική πειθαρχία
1. Δημιουργούμε ρουτίνες μαζί με το παιδί.
-Οι ρουτίνες μπορεί να δημιουργούνται για κάθε γεγονός που συμβαίνει συνέχεια.(για την ώρα του φαγητού, του μπάνιου, του ύπνου κ.λ.π.). Ακολουθούμε τις ρουτίνες με επανάληψη και συνοχή και με αυτό τον τρόπο διευκολύνουμε τις μεταβατικές περιόδους της οικογενειακής ζωής. Δημιουργούμε επίσης αίσθημα ασφάλειας στο παιδί.
-Ονομάζουμε τη ρουτίνα (π.χ. πηγαίνω για ύπνο) και καθορίζουμε τις δραστηριότητες που πρέπει να γίνουν. Το παιδί μπορεί να βοηθήσει στο να αποφασίσουμε για τη σειρά των δραστηριοτήτων. Αναφερόμαστε στη ρουτίνα την οποία δημιουργήσαμε μαζί και της δίνουμε το ρόλο του αρχηγού. Την εξουσία δεν την έχει πια ο γονιός, ούτε το παιδί. Με τον τρόπο αυτό, αν τύχει το παιδί να ξεχαστεί ή να θέλει να παρακάμψει μια δραστηριότητα, χρησιμοποιούμε τη λίστα με τις δραστηριότητες που αποτελούν τη ρουτίνα, ρωτώντας το παιδί για τη σειρά και κάνοντας να νοιώθει υπεύθυνο.
2. Δημιουργούμε ευκαιρίες, για να μας βοηθά το παιδί.
Επιτρέποντας στα παιδιά να βοηθούν, αυτό δημιουργεί υπόβαθρο για τη μετέπειτα συνεργασία («Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Μπορείς να συγυρίσεις τα πράγματα αυτά στο ντουλάπι για μένα»).
3. Προσφέρουμε περιορισμένες επιλογές.
-Οι επιλογές δίνουν δύναμη στα παιδιά. Τους προσφέρεται η δυνατότητα να επιλέξουν μια λύση από άλλη και προσκαλούν επίσης τα παιδιά να χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητες σκέψης τους.
(«Γυρνώντας από την υπεραγορά: Τι είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις, όταν γυρίσεις στο σπίτι; Να με βοηθήσεις με τα ψώνια ή να διαβάσεις παραμύθι; Εσύ αποφασίζεις»).
-Οι επιλογές πρέπει να είναι αναπτυξιακά κατάλληλες και να είναι επιλογές με τις οποίες νοιώθουμε άνετα. Όταν το παιδί θελήσει να κάνει κάτι άλλο, μπορούμε να πούμε: «Αυτό δεν ήταν μέσα στις επιλογές. Μπορείς να αποφασίσεις μεταξύ αυτού και αυτού».
4. Βάζουμε όρια και κανόνες. Δίνουμε επιλογές και συνέπειες.
-Υπάρχουν κανόνες. Σχετίζονται με αυτά που αναμένονται ότι θα γίνονται. Οι κανόνες δεν είναι ούτε τυχαίοι, ούτε αυτονόητοι. Προσαρμόζονται στις ανάγκες και στις ικανότητες των παιδιών, στις ανάγκες και αξίες της οικογένειας.
- Εξηγούμε τη σημασία τους, τους αιτιολογούμε, δεν τους ανακοινώνουμε απλά.
- Μπορεί να μην είναι οι ίδιοι για όλους (π.χ. τα πιο μικρά παιδιά έχουν άλλη ώρα ύπνου από τα μεγαλύτερα).
- Είναι καλύτερα να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των γονέων για τους κανόνες.
- Αναμένουμε ότι το παιδί θα θελήσει να δοκιμάσει τα όρια. Οι αντιδράσεις πρέπει να είναι οι ίδιες κάθε φορά.
- Καθώς μεγαλώνει το παιδί, οι κανόνες επαναξιολογούνται, καθώς και οι προσδοκίες (π.χ. ώρα επιστροφής στο σπίτι μετά από μια έξοδο).
-Λέμε τον κανόνα, βάζουμε το όριο με σταθερά λεκτικά μηνύματα, έχοντας κανονικό τόνο φωνής και στάσεις σώματος που δεν είναι απειλητικές ή εκφοβιστικές.
- Ελέγχουμε, αν το παιδί κατάλαβε αυτό που του είπαμε.
- Αν το παιδί αποφασίσει να προκαλέσει τον κανόνα, ακολουθούμε τη διαδικασία των επιλογών και των συνεπειών.
- Οι επιλογές είναι περιορισμένες. Η διορθωτική συμπεριφορά είναι μια από τις επιλογές.
- Ενημερώνουμε επίσης για τη συνέπεια που θα ακολουθήσει.
- Καθιστούμε το παιδί υπεύθυνο για την απόφαση. («Τι αποφασίζεις;», μετά την παρουσίαση των επιλογών).
(Ο κανόνας σε σχέση με το φαγητό καθορίζει ότι «τρώμε στην κουζίνα».
Όταν το παιδί αποφασίσει να φάει το παγωτό του στο υπνοδωμάτιο του, του λέμε: «Μπορείς να φας το παγωτό στην κουζίνα ή έξω, αλλά, αν το φας οπουδήποτε αλλού στο σπίτι, θα το πάρω»).
- Οι συνέπειες είναι ολόκληρο κεφάλαιο από μόνες τους. Θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε πολλές καταστάσεις που δημιουργούνται στις σχέσεις των παιδιών με άλλα παιδιά, με ενήλικες, με αντικείμενα, με δραστηριότητες, με προνόμια που δίνονται στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής. Ο προσωρινός χωρισμός ενός παιδιού από το άλλο, του παιδιού από τον ενήλικα, από το αντικείμενο, από τη δραστηριότητα, από ένα προνόμιο αποτελεί ένα παράδειγμα λογικής συνέπειας, όταν παρουσιάζονται αρνητικές συμπεριφορές στις σχέσεις αυτές.
-Μια άλλη μορφή λογικής συνέπειας είναι η μέθοδος του «θετικού διαλείμματος- παύσης (Time-out)».
Είναι χρόνος και χώρος που δίνεται στο παιδί και στο γονιό, για να ηρεμήσουν και να επανέλθουν σε μια ισορροπία, για να μπορέσουν μετά να προσεγγίσουν το πρόβλημα. Είναι μια αποτελεσματική διαδικασία μάθησης και μια θετική εμπειρία, που ενδυναμώνει τα παιδιά να μάθουν αυτοέλεγχο, προωθώντας την αυτοεκτίμηση και την υπευθυνότητα.
-Για τα παιδιά κάτω των 3 χρόνων η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική, όταν είναι και ο ενήλικας μαζί τους. Σε αυτή την ηλικία χρειάζεται κατανόηση της αναπτυξιακής πορείας του παιδιού και ίσως προέχουν άλλοι μέθοδοι πειθαρχίας, όπως συνεχής επίβλεψη, απόσπαση προσοχής από τα ερεθίσματα που προκαλούν τη μη αποδεκτή συμπεριφορά, επανακατεύθυνση της δραστηριότητας. (μετακίνηση με καλοσύνη και σταθερότητα από αυτό που κάνουν και καθοδήγηση σε δραστηριότητα που μπορούν να κάνουν).
5. Κάνουμε συναντήσεις οικογένειας.
-Οι τακτικές συναντήσεις της οικογένειας μπορεί να βοηθήσουν τους γονείς και το παιδί να οικοδομήσουν αίσθημα αμοιβαίου σεβασμού, εμπιστοσύνης, κατανόησης και αγάπης. Διδάσκουν στα παιδιά ότι έχουν αξία, ότι είναι ικανά μέλη της οικογένειας.
-Στις συναντήσεις αυτές που γίνονται σε τακτικό χρόνο, προγραμματισμένο από πριν, τα παιδιά ακόμα και της προσχολικής ηλικίας μπορούν να προσφέρουν θετικά σχόλια και εκτιμήσεις για το κάθε μέλος της οικογένειας, να βοηθήσουν στις λύσεις των προβλημάτων, να σχεδιάσουν την ψυχαγωγία της οικογένειας, να μάθουν να εκφράζουν τις ανάγκες τους και να παίρνουν βοήθεια με θετικό τρόπο.
Κλείνοντας…
Δεν έχουμε βέβαια εξαντλήσει τους τρόπους οικοδόμησης και εφαρμογής της θετικής πειθαρχίας. Δώσαμε μερικά στοιχεία, για να αποτελέσουν πηγή προβληματισμού και σκέψης γύρω από το θέμα των σχέσεων στην οικογένεια.
Οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των παιδιών και των γονιών θέλουν συστηματική δουλειά. Η αλλαγή τόσο η δική μας ως γονείς όσο και του παιδιού χρειάζεται χρόνο. Όταν υπάρχει συνειδητοποίηση, ενεργό ενδιαφέρον και αγάπη μπορούμε να καθοδηγηθούμε και να καθοδηγήσουμε με τη σειρά τα παιδιά προς την κατεύθυνση της ωρίμανσης, της υπευθυνότητας και της αυτονομίας.